Μινώταυρος

18 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ που ήταν δάσκαλοί του αυτή και ο άντρας της δεν άλλαξε τίπο- τα. Ακόμα και τώρα που θα γινόταν γαμπρός της του φερόταν λες και ήταν μαθητής του δημοτικού. Τη ρώτησε για την κόρη της, εκείνη αποκρίθηκε πως θα επέστρεφε μεθαύριο, και τότε ο Γιαννιός είπε πως θα χρειαζόταν να απουσιάσει για μερικές μέ- ρες, δεν θα ήταν για πολύ, μόνο μερικές μέρες. Η Ελένη δεν σχολίασε. Την καληνύχτισε και γύρισε σπίτι. Έκοψε ένα φύλλο από τα κατάστιχα του πατέρα του, δανεί- στηκε το μολύβι του και στο φως του κεριού έγραψε ένα ολιγό- λογο σημείωμα στην αρραβωνιαστικιά του. Του ήταν πιο βολικό να της γράφει παρά να της μιλά, και θα της έγραφε βουνά ολό- κληρα από λέξεις, αν δεν είχε τον φόβο του ανθρώπου που δεν παιδεύτηκε με τα γράμματα όσο θα έπρεπε. Η Σωτηρία τού έκα- νε παράπονα γι’ αυτό: «Πάλι τσιγκουνεύτηκες τις λέξεις, Γιαννιέ, λες και τις πληρώνεις». Άμα όμως ξεθάρρευε και της έγραφε κάτι περισσότερο, πάντα θα έκανε κάποιο λάθος, και το μάτι της πήγαινε πρώτα σ’ αυτό και μετά σε όσα έλεγαν οι λέξεις. Αυτή τη φορά τουλάχιστον έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, μα όσο κι αν το μελέτησε, στο τέλος δεν ήταν σίγουρος πως ήταν και ολόσωστο. Το εμπιστεύτηκε στην αδερφή του την Υπομονή για να της το δώσει κι εκείνη βαρυγκώμησε − «δεν της καλοθε- λώ», όπως έλεγε συχνά για τη μέλλουσα νύφη της. Είπε πως θα πλάγιαζε νωρίς, αλλά ήθελε να δει και τους φίλους του. Το χωριό ξεχείλιζε από κόσμο. Οι γυναίκες στις αυ- λές των σπιτιών και οι άντρες στους καφενέδες με τα ψευτοφά- ναρα δημιουργούσαν ένα πανδαιμόνιο μες στη ζεστή αυγουστιά- τικη νύχτα. Το φεγγάρι έριχνε απλόχερα φως στα σκοτεινά σο- κάκια κι ο Γιαννιός σκέφτηκε: Αύριο θα ’χουμε πανσέληνο. Είναι παράξενο πώς η χαρά και η καλοκαιρία γιγαντώνουν τα χωριά και τα κάνουν να μοιάζουν με μεγάλες πόλεις. Αντίθετα, τις βρο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=