Μινώταυρος

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ 17 καμιά φορά τι σόι χριστιανός θα είχα γίνει του λόγου μου. Και λέω, κυρ Σταύρο, πως τον Χριστό και τον Αλλάχ ούτε συ ούτε κι εγώ τους απαντήσαμε ποτέ. Εκτός κι αν εσύ τους απάντησες». «Όχι βέβαια!» «Τότε, για ποιον λόγο δεν φιλιώνουμε παρά τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά μες στον αιώνα;» Μεσολάβησε ένα διάστημα σιωπής, όπου ακουγόταν μόνο το τρίξιμο της πολυθρόνας του αγά, που γύρευε κάπως να βολευτεί, και ο μακρινός αχός από τις ενθουσιώδεις φωνές των χωρικών, που δεν έλεγαν να κοπάσουν όλο το απόγευμα. Μ’ ένα νεύμα του ο ηλικιωμένος άντρας τού έδειξε πως μπορούσε να αποσυρ- θεί. Ο Σταύρος τον ευχαρίστησε με την παλάμη στο στήθος και χωρίς άλλη ειδοποίηση σηκώθηκε και βγήκε στον δρόμο. Είχε πια σουρουπώσει για τα καλά όταν φώναξε τον μεγάλο του γιο, τον Γιαννιό, και του είπε να ετοιμάσει τον γάιδαρο και να φύγει αύριο πρωί πρωί για τον Τσούτσουρο. Ο Γιαννιός, που σκεφτόταν την αρραβωνιαστικιά του, είπε πως μπορούσε να φύ- γει και την άλλη βδομάδα. Ήταν νωρίς ακόμη για τον τρύγο. Πιο πολύ βάρος θα γινόταν στον θείο του τον Αθανασό τώρα. Το σκοτεινό βλέμμα του γονιού του, ωστόσο, του έδωσε να καταλά- βει. Χωρίς άλλη κουβέντα πήγε να ετοιμαστεί. Η μάνα του, η Χαχαλού, υπολόγισε μια αλλαξιά παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως και του έδωσε την ευχή της. «Θα κάμουμε χρόνο ίσως να σε ξαναδούμε, Γιαννιέ μου» του είπε και την πήραν τα κλάματα. Έτρεξε στο σπίτι των Αγγελάκηδων με την ελπίδα πως η Σω- τηρία θα είχε επιστρέψει από τη Βιάννο. Χτύπησε και δεν του άνοιξε κανείς. Επέμεινε όμως γιατί έβλεπε το αναιμικό φως του κεριού στο παράθυρο. Στο τέλος πρόβαλε η Ελενάρα. Μες στο μισοσκόταδο διέκρινε τη στιβαρή φιγούρα της. Από τον καιρό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=