Μινώταυρος

16 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ Ο Σταύρος σύγκρινε τα μάτια του αγά και του παπά. Παρά- ξενο: Ο ένας είχε ξεκινήσει από την αγριάδα και μαλάκωνε με τα χρόνια, ο άλλος από τη γλύκα του Θεού είχε πέσει σ’ έναν θυμό που μάταια γύρευε να εξηγήσει. Τα αψιδωτά φρύδια του Μανούσαγα κάτω από το φεσάκι του δεν είχαν χάσει το σχήμα τους και θύμιζαν στον Σταύρο τις καμάρες που αντίκρισε νέος στα τείχη του Μεγάλου Κάστρου. Κάθε φορά που άρχιζε μια φράση του, αυτά τα καλοσχηματισμένα φρύδια ανασηκώνονταν και έδιναν μια ιλαρή έκφραση στο πρόσωπό του. Καθισμένος ο αγάς σε μια σκουρόχρωμη πολυθρόνα που είχε ξεφτίσει με τα χρόνια, με το πονεμένο ποδάρι του πάνω σ’ έναν μικρό σοφά, έκανε νόημα στον επισκέπτη του να καθίσει και στον φαμέγιο να βγει απ’ το δωμάτιο. Στην αρχή δεν έλεγε τίποτα, άφηνε μόνο τις χάντρες από το κομπολόι του να πέφτουν η μία πάνω στην άλλη σαν τους χτύπους ενός ρολογιού. Όταν άρχισε να μιλά, ήταν σαν να είχαν ειπωθεί τα ανούσια λόγια και τώρα πήγαινε κατευθείαν στην ουσία: «Σκέφτομαι, κυρ Σταύρο, τα κοπέλια σου. Τα έχω έγνοια, να σου πω. Με αυτά που άκουσα σήμερα, ανήσυχο με βλέπεις. Θέ- λω να ξέρεις πως, αν έρθουν οι δικοί μου να ζητήσουν λογαρια- σμό, δεν θα μπορώ να κάνω πράμα. Και οφείλω, κυρ Σταύρο, οφείλω στον γονέα σου, που κάποτε μ’ έσωσε από τον χαΐνη τον Συμιακό. Κι όπως τότε εκείνος, έτσι κι εγώ σε συμβουλεύω να κρυφτούνε τα παιδιά. Και πάντα με τον τσιφτέ αγκαλιά. Θα πά- ρει καιρό τούτη η δουλειά!» Ο Σταύρος Αστάκης δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Κοίταξε έκ- πληκτος τον συνομιλητή του, που σαν να μετάνιωνε για όσα ξεστόμισε και είχε χαμηλώσει το βλέμμα. «Εγώ, αγά μου…» άρχισε ο Σταύρος. «Μην πεις πράμα» τον έκοψε ο αξιωματούχος. «Στοχάζομαι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=