Μινώταυρος

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ 15 σμού σε όλα τα χωριά της Βιάννου. Ο πατέρας του Μιχαήλου, ο Σταύρος Αστάκης, ένας λεβεντάνθρωπος που έσκυβε για να πε- ράσει από τις πόρτες, έσφιξε όλο το απόγευμα ίσαμε διακόσια χέρια και δέχτηκε τα συγχαρητήρια αυστηρός και ανέκφραστος, όπως πάντα. Κατά το σούρουπο πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στην άκρη του χωριού, εκεί όπου είχε το κονάκι του ο Μανούσαγας. Δεν πήγαινε με φόβο. Ο αγάς είχε ζητήσει να τον δει, αλλά ο θελη- ματάρης τού μετέφερε αυτή την πρόσκληση χωρίς κάτι επιτακτι- κό στον τόνο της φωνής του. Περισσότερο με παράκληση φίλου έμοιαζε. Και η αλήθεια είναι ότι με τον αγά ο Σταύρος Αστάκης ή «Αγριμάκης», όπως άκουγε στο χωριό, δεν είχε διαφορές. Μισό αιώνα σχεδόν ο Οθωμανός διαφέντεψε ήπια, παρά την αγραμματοσύνη και τη χοντροκοπιά του, σαν ένας μικρός θεός που όλοι έτρεμαν την τιμωρία του. Μέσα στα χρόνια κουβαλούσε τα χούγια του – αλλά και ποιος ο αναμάρτητος; Ως νέος είχε τις απαιτήσεις του, κι όσο υπήρχαν μουσουλμάνοι στο χωριό, θάρ- ρευε και έκανε τα δικά του. Μεθούσε και άπλωνε χέρι στα κορί- τσια του κοσμάκη και στο ξένο βιος, αλλά τα χέρια του με αίμα δεν τα λέρωσε. Ύστερα, όταν έλειψαν οι ομόθρησκοί του και πλή- θυναν οι χαΐνηδες στα γύρω βουνά, ο Μανούσαγας συμμορφώ- θηκε. Μες στο αγύριστο κεφάλι του είχε τελικά λίγα δράμια μυα- λό. Τον συνέτισε και η ποδάγρα, που τον βασάνιζε από μια ηλικία και μετά. Μακάρι να γνώριζαν κι άλλα χωριά τέτοιους αγάδες. Τον υποδέχτηκε με το φέσι και τα φράγκικα ρούχα. Από τη θηριώδη κορμοστασιά είχε απομείνει ένας γέρικος σκελετός, με πλούσια, μακριά γενειάδα, που τη φώτιζε αχνά το φως από τα λαδοφάναρα. Στο βλέμμα του είχε θρονιάσει μια ανεξήγητη με- λαγχολία, που εύκολα κανείς τη συνέχεε με τη σοφία. Ή ίσως δεν ήταν σοφία αλλά γλυκύτητα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=