Μινώταυρος

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ 55 τον «χωριατόπαιδο». Στην ηλικία του άλλοι νέοι μάθαιναν ακόμη γράμματα, προετοιμάζοντας ένα μέλλον λαμπρό: γιατροί, δικη- γόροι, δάσκαλοι… Εκείνος παραιτήθηκε νωρίς από μια τέτοια προοπτική. Οι δικοί του δεν ήταν πλούσιοι, αλλά τις σπουδές του θα μπορούσαν να τις στηρίξουν. Ο πατέρας του τον ρώτησε, αλλά εκείνος τότε ντράπηκε να ξεχωρίσει από τη φτώχεια και την αμάθεια. Τώρα ντρεπόταν που δεν συνέχισε, και δυστυχώς δεν μπο- ρούσε να διορθώσει τα λάθη του. Αυτή η πολιτεία, που τελικά δεν την αγάπησε, του έδειξε πως δεν ήταν άξιος παρά για το χαμαλίκι και την αλητεία. Το μόνο που δεν είχε δοκιμάσει ακόμη ήταν να μαχαιρώνεται με τους καλντιριμιτζήδες και να ξεφαντώ- νει με ιερόδουλες. Τούτη η κακοκεφιά δεν θα του έβγαινε σε καλό, ο Γιαννιός το ήξερε και κατά βάθος ευχόταν να του συμβεί το κακό, σαν να ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του για κάτι. Ένα απόγευμα επέστρεψε νηστικός στο πανδοχείο. Δεν είχε κουράγιο να περπατήσει, ένιωθε να καίγεται ολόκληρος σαν λαμπάδα, κι όταν τον είδε η Παρασκευή να τρεκλίζει στο βάθος του διαδρόμου, τσίριξε: «Παναγιά μου!». Εκείνος, τρομαγμένος από την τσιρίδα της γριάς, ψέλλισε: «Δεν έχω τίποτα». Αργότερα θυμόταν πως η διαδρομή από την εξώπορτα ως το κρεβάτι τού είχε φανεί μια ατέλειωτη ανηφόρα, κι όταν έφτασε στο παλιοκρέβατο, νόμιζε πως χρειάστηκε κιόλας να σκαρφα- λώσει, σαν να επρόκειτο να ανέβει σε βάρκα. Η εντύπωση αυτή μάλιστα ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ήταν μούσκεμα, λες και τσαλαβουτούσε σε οργισμένη θάλασσα. Όλη αυτή την ώρα ένιω- θε μαχαιριές στα πλευρά και στην πλάτη σε κάθε ανάσα του. Ύστερα ήρθαν κατά κύματα τα ρίγη, σπαρταρούσε σαν το ψάρι και ζητούσε να τον σκεπάσουν, αλλά δεν ήταν κανείς δίπλα του, μόνο έξω από την πόρτα άκουγε τη σκατόγρια να αραδιάζει φω-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=