Μινώταυρος

54 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ Τη μια του ερχόταν να μπαρκάρει σ’ ένα οποιοδήποτε καράβι και να κάνει το ταξίδι του Οδυσσέα, όπως ο θείος Αθανασός. Την άλλη σκεφτόταν πως είχε δίκιο ο Μιχαήλος: Αν ο κάθε χριστια- νός σκότωνε έναν μουσουλμάνο, δεν θα έμενε ούτε ένας για δείγμα σε όλη την Κρήτη. Κι όταν έκανε τέτοιες σκέψεις, έβαζε το περίστροφο στην τσέπη και έπαιρνε τους δρόμους. Είχε συ- νηθίσει πια στη θέα του αίματος και στις ανοιχτές πληγές, έτσι που τα αλληλομαχαιρώματα να θυμίζουν κάποιο παιχνίδι. Αλλά όταν ερχόταν η σειρά του, αρνιόταν να παίξει. Δεν είχε καν την περιέργεια να νιώσει πώς είναι να σκοτώνεις άνθρωπο. Αλήτευε, μπεκρόπινε, καβγάδιζε, έβριζε, καταχέριζε όποτε χρειαζόταν, αλλά πιστόλι δεν έβγαζε ποτέ. Παρηγοριόταν στην ιδέα ότι ο Μιχαήλος δεν θα σταματούσε στον φόνο του Μπραήμη και ότι σύντομα θα ξέκανε έναν, δύο, ίσως και τρεις, σκοτώνοντας και για λογαριασμό του. Ίσως να είμαι δειλός που δεν μπορώ να σκοτώσω , έβαζε με τον νου του, ακριβώς όπως κάποιες φορές αμφέβαλλε και για τον ανδρι- σμό του. Γιατί και με τις γυναίκες πισωπατούσε. Τόσα αγοραία σώματα του προσφέρονταν κάθε βράδυ εδώ κι εκεί, κι εκείνος ή που θα φοβόταν τα αφροδίσια ή που κάτι άλλο θα τον απω- θούσε την κρίσιμη στιγμή. Και ποθούσε τόσο πολύ να ξανανιώσει το θηλύκωμα μέσα στο γυναικείο σώμα. Τίποτα δεν μπορούσε να υποκαταστήσει αυτή την αίσθηση, ούτε καν ο ενθουσιώδης αυνανισμός της νιότης. Είναι αυτό που έλεγε ο Αθανασός όταν αναφερόταν στα ταξίδια του: «Κάποια πράγματα δεν αρκεί να τα φαντάζεσαι». Όσο περνούσε ο καιρός και ο Γιαννιός απλώς εξοντωνόταν στη χαμαλοδουλειά και ύστερα στο αλόγιστο ξενύχτι, καταλά- βαινε πως η πολιτεία δεν ήταν για αυτόν και έδινε δίκιο εντέλει στον Σάμελο, που τον παρότρυνε να φύγει αποδώ αποκαλώντας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=