Μινώταυρος

52 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ άνοιξε, ήταν σχεδόν απόγευμα, αν μπορούσε να κρίνει από το χλωμό φως στον φεγγίτη. Τον ξύπνησε μάλλον μια γυναικεία κραυγή, που επαναλήφθηκε μαζί με τον γδούπο που κάνουν τα ανθρώπινα σώματα όταν σωριάζονται χάμω. Ύστερα σιωπή. Ο Γιαννιός νίφτηκε σε ένα βαθύ τσίγκινο λεκανάκι και χτένισε τα μαλλιά του κοιτώντας ένα κομμάτι από σπασμένο καθρέφτη στον τοίχο. Κατέβηκε στον μισοσκότεινο διάδρομο και πέρασε μπροστά από την Παρασκευή, που τον θωρούσε με δέος, άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και βγαίνοντας έξω διαπίστωσε πως ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά. Τι μέρα να ήταν άραγε; Καιρό τώρα είχε χάσει τον λογαριασμό, στο λιμάνι δεν υπήρχαν αργίες. Οι μέρες δεν διέφεραν μεταξύ τους, εκτός από τις Κυριακές, που ακούγονταν οι καμπάνες των εκκλησιών και οι νοικοκυραίοι φόραγαν τα καλά τους και σουλατσάριζαν όλο καμάρι σε καθω- σπρέπει στράτες. Ο ίδιος το έφερνε βαριά που δεν έβρισκε χρόνο να σουρτου- κέψει στη μεγάλη πολιτεία. Μόνο στους δυτικούς μαχαλάδες, τους απαγορευμένους, είχε μάθει να προσανατολίζεται. Του έλε- γαν πως άξιζε μια μέρα να φτάσει μέχρις τις Τρεις Καμάρες για να δει τον πασά του Κάστρου να πίνει τον καφέ του και να κα- πνίζει με ραχάτι ναργιλέ απολαμβάνοντας τα κομμάτια της μού- ζικας που έπαιζε για χάρη του η μπάντα της τούρκικης φρουράς. Αλλά αυτό γινόταν απόγευμα, και ο Γιαννιός εκείνη την ώρα βρισκόταν στην αγκαλιά των αγγέλων. Ονόματα όπως η πλατεία Χεϊτάν Ογλού και το Βεζίρ Τσαρσί, η Κουτάλα και οι Εφτά Μπαλτάδες έμοιαζαν εξωτικοί προορι- σμοί, και ο Γιαννιός φοβόταν πως, όταν κάποτε θα γύριζε στο χωριό του και θα τον ρωτούσαν τι είδε στη μεγάλη πολιτεία, δεν θα είχε τι να αποκριθεί. Πάλι καλά που τα βήματά του τον έφεραν συχνά στην πλα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=