Μινώταυρος

50 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ στα σωθικά. Ο Γιαννιός είδε αδικοχτυπημένους να τους παίρνουν σηκωτούς από τα κακοφωτισμένα καταγώγια της συνοικίας του Λάκκου ή από τα σοκάκια της Κιζίλ Τάμπια και να σπαρταράνε σαν τα ψάρια λίγο πριν αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Οι παρεξηγήσεις δεν είχαν τέλος. Μια στραβή ματιά, ένας λόγος παραπάνω, και το κακό δεν αργούσε. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώ- σεις στις οποίες σκέφτηκε πως το ρεβόλβερ του θείου θα απέ- νεμε δικαιοσύνη. Αλλά δεν διανοήθηκε ούτε μια φορά να το κουβαλήσει πάνω του. Τη μια στιγμή περνούσε από το μυαλό του να πάει να το φέρει, την άλλη στιγμή το ξεχνούσε. Ένα απόγευμα, την ώρα που επέστρεφε από τη δουλειά στο πανδοχείο, τον έπιασε ο Σάμελος: «Δεν έχω όφελος απ’ όσα θα σου πω, μα εδώ προκοπή δεν θα δεις. Εσύ είσαι χωριατόπαιδο, όπως είπες πρώτος, δεν κάνεις για την πόλη. Κοίτα να γυρίσεις το συντομότερο αποκεί που ήρθες». Ο Γιαννιός τον αγριοκοίταξε, αλλά δεν αποκρίθηκε. Σκέφτη- κε μόνο πως δεν μπορούσε να του μιλά έτσι ο χανιτζής που του πρόσφερε το αθλιότερο κατάλυμα του κόσμου. Και βέβαια θα σηκωνόταν να φύγει, την ίδια μέρα κιόλας. Το πρωί δεν πήγε στη δουλειά, αλλά μεταφέρθηκε στο χάνι της Παρασκευής δυο στενά παραπάνω. Όσοι του το παρουσίασαν για καλύτερο τον ξεγέλασαν, πρώτα πρώτα γιατί η ίδια η Παρα- σκευή ήταν μια σκατόγρια, μια ρουφιάνα, με μάτια μικρά και αεικίνητα σαν της νυφίτσας, που σε περνούσε από κόσκινο προ- τού σε βολέψει σε κάποιο από τα στενόμακρα καμαράκια της. Αφού πάσχισε με χίλιους δυο τρόπους να μάθει κάτι περισσότε- ρο από αυτό που ο Γιαννιός ήθελε να ξέρουν οι άλλοι για το άτομό του, του ζήτησε κάποιον εγγυητή, τρόπος του λέγειν, άν-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=