Μινώταυρος

14 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ πάρε δώσε με την πόρνη τη Μαγδαληνή, που από παραφθορά του ονόματός της κατέληξε να τη φωνάζουν Μανταληνή, το πη- γαινέλα από τη Γεράπετρο μ’ ένα καΐκι της εμπιστοσύνης του, το σμίξιμό του με τους Γερλήδες, τους τρομερούς Τουρκοκρήτες που κατέβαιναν κάθε φορά ποδαράτοι από τη Βιάννο για να τον συναντήσουν και να ξεχυθούν στην επαρχία. Χωρίς αυτούς ο Μπραήμης έμοιαζε με χοχλιό δίχως καύκαλο. Και τα ταίριαξε όλα στην εντέλεια ο νεαρός Μιχαήλος στα κατάστιχα εκείνης της μέρας, ώστε και ο Μπραήμης να μεθοκο- πά στον καφενέ με τη Μανταληνή κι ο καϊκτσής να μην τον περιμένει, παρά να γλιστρήσει μακριά από το αγκυροβόλιο, αλλά και οι Γερλήδες να μη φανούν, όπως συνήθως, αφού οι χαΐνηδες, ειδοποιημένοι, τους καρτέρεψαν και τους γύρισαν πίσω. Ακόμα και ο γερο-καφετζής, που θα έπρεπε κανονικά να παραστέκει στον μουστερή του, αγνόησε ή έκανε πως αγνόησε τις ύποπτες κινήσεις των τεσσάρων νεαρών που έζωσαν το μαγαζί του. Έτσι έπεσε στη φάκα ο Μπραήμης εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου. Και όλα λειτούργησαν σαν μια καλοστημένη παρά- σταση στην οποία οι ηθοποιοί ήξεραν από πριν πού πρέπει να σταθούν, τι να πουν και τι να κάνουν. Ο μόνος που αγνοούσε την κατάληξη ήταν ο άμεσα ενδιαφε- ρόμενος. Οι σύντροφοι του Μιχαήλου, ψυχωμένοι νέοι όλοι τους, τον πίεζαν να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, αλλά εκείνος άφη- σε τον χρόνο να δουλέψει, να φάει και να πιει ο Μπραήμης έτσι ώστε να τον βρουν ζαβλακωμένο από το σπίρτο και από τη ζέστη, καταδικασμένο στα σίγουρα. Τώρα θα πλήρωνε για όλες τις ασχήμιες του, κι όταν τους είδε να μπουκάρουν και κατάλαβε πια τι τον περίμενε, ήταν αργά. Τη μέρα που σφάξανε τον Μπραήμη έπνευσε αέρας ενθουσια-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=