Μινώταυρος

46 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ άλλη μέρα. Γιατί η Λαμπρινή, ή το «Λαμπικό» όπως ήταν το πα- ρατσούκλι της, κάτεχε ασφαλώς περισσότερα για το επίμαχο θέμα και έβαλε μια τάξη μέσα στη σκοτεινή κουφάλα, ξεθηκα- ρώνοντας τον «δαιμονισμένο» – έτσι αποκάλεσε το πράμα του Γιαννιού. Κι όταν ο «δαιμονισμένος» φάνηκε να βρίσκει τον δρό- μο του, εκείνη άρχισε να βογκά σαν να έβγαινε η ψυχή της, αλλά δεν πρόλαβε μάλλον να το χαρεί, γιατί ο Γιαννιός ένιωσε τον οργασμό να τον διαπερνά σαν χαρακιά και άκουσε τη γυναί- κα να του λέει γελώντας: «Τι έκανες εκεί, βρε μπαγαπόντη!». Ίσως λοιπόν να μην ολοκλήρωσαν τότε, αλλά πάνω στο χω- μάτινο πάτωμα του σταβλιού, που η ζωηρή νοικοκυρά κάθε φο- ρά το σκούπιζε και το ξανασκούπιζε, όμως πάλι πέτρες και χώμα έμενε και πάνω τους έπεφτε θεόγυμνος ο Γιαννιός κι εκείνη τον καβαλούσε και χοροπηδούσε σαν κατσίκι, αλλά τον παρακολου- θούσε, κι όταν καταλάβαινε – και πώς το καταλάβαινε η αθεό- φοβη! – ότι πήγαινε να της τη σκάσει, τον επανάφερε στην τάξη λέγοντας: «Βαστήξου, κοτζάμ άντρας!». Του κουνούσε το δάχτυ- λο και το φλογερό της βλέμμα τον τρόμαζε. Και βαστιόταν ο φουκαράς ο Γιαννιός να μην την απογοητεύσει, όπως βαστιόταν πιο μικρός όταν σε ξένο σπίτι ζητούσε να πάει προς νερού του και η μάνα του του ψιθύριζε: «Βαστήξου, Γιαννιέ μου. Να, τώρα φεύγουμε και θα τσιρήσεις στον δρόμο!». Μόλις σχόλαγε το πανηγύρι με τη Λαμπρινή, ένιωθε τα τσου- ξίματα από τις πληγές στην πλάτη του, έτσι όπως σερνόταν τό- σην ώρα πάνω στα χαλίκια. Και ευτυχώς που η ερωμένη του είχε την καλοσύνη να του τις καθαρίσει με ένα βρεγμένο πανί και να τις αλείψει με λίγο λάδι. Τρία χρόνια μετά, πάνω στο άθλιο στρώμα του πανδοχείου, με τους κοριούς να κρέμονται στους τοίχους, μπορούσε να ψηλαφίσει κάποιες από τις πληγές αυτές στην πλάτη, σαν ισόβιες ουλές που θύμιζαν, αν όχι σε όλο τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=