Μινώταυρος

44 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ όπου οι τεντζερέδες γεμάτοι στιφάδα, κοκκινιστά και ατζέμ πι- λάφι σού έσπαζαν τη μύτη, αλλά αν δεν ήταν για το βαλάντιό σου, βολευόσουν με μπακαλιάρο τηγανητό, με τα κουκιά ή με τη φάβα. Επιστρέφοντας, συναντούσε σχεδόν πάντα τον Σάμελο, έτσι έλεγαν τον πανδοχέα, που τον έψελνε για τα χαΐρια του. «Συνέχισε έτσι και θα σε βάλουν στο Παράρτημα, καημένε μου. Θα σαπίσεις από τη σύφιλη» του έλεγε. Με τη λέξη «παράρτημα» εννοούσε το νοσοκομείο των αφρο- δίσιων, αλλά ο Γιαννιός δεν τον παρεξηγούσε γιατί είχε κάτι πατρικό ο τρόπος του. Ίσως και να του άρεσε να τον ψέλνει κά- ποιος καθημερινά, ωστόσο σε αυτό το σημείο ο Σάμελος λάθευε. Ο Γιαννιός δεν ενέδιδε στον φραμπαλά γιατί τις σιχαινόταν όλες τις αγοραίες και φοβόταν τις αρρώστιες που κουβαλούσαν πάνω τους. Η αλήθεια είναι ότι η ανάγκη της γυναίκας άρχισε να τον βασανίζει, και ήταν υπερβολικά νέος για να την αγνοεί. Η πρώτη του δουλειά, όταν έμπαινε στην κάμαρη, να βεβαιω­ θεί πως το περίστροφο του θείου του βρισκόταν εκεί που το έκρυβε – κάτω από το στρώμα. Το στριφογύριζε για λίγο στον δείκτη του δεξιού χεριού, σαν να επρόκειτο για κομπολόι, μιμού- μενος ό,τι έκανε μπροστά στα μάτια του τόσα χρόνια ο Αθανασός. Το σιδερικό είχε αποκτήσει μια παράξενη σημασία στη ζωή του. Δεν το κουβαλούσε βέβαια πάνω του, αλλά η αίσθηση και μόνο ότι τον συντρόφευε κάτω από το στρώμα όπου κοιμόταν του πρόσφερε τη ζεστασιά και την ασφάλεια ενός καλού φίλου. Μια φορά τη βδομάδα το γυάλιζε επισταμένως, σαν να επρόκειτο να το χρησιμοποιήσει την ίδια μέρα. Την ώρα που πλάγιαζε, η κού- ραση γλύκαινε ακόμα και πάνω στην άβολη κλίνη. Σκεφτόταν μόνο πώς θα ήταν η ζωή του στο χωριό με τη Σωτηρία να γκρι- νιάζει για το παραμικρό και να του κάνει παρατηρήσεις για τη μόρφωση που αμέλησε να λάβει, λες και μπορούσε να κάνει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=