Μινώταυρος

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ 43 γούσε σε κάμαρες μικρές σαν κελιά μοναστηριού. Ο Γιαννιός αναρωτιόταν πόσο πιο στενάχωρα θα ήταν τα χαμόσπιτα στον Λάκκο και στην Κιζίλ Τάμπια. Άρχισε να ξεμυτίζει σε αυτή την πόλη που φιλοξενούσε όλες τις «φυλές του Ισραήλ». Δεν είχε φανταστεί πως υπήρχαν τόσο διαφορετικά έθνη μέσα στο Μεγάλο Κάστρο. Γιατί εκτός από τους Εγγλέζους και τους Γάλλους, για τους οποίους γνώριζε, συνάντησε Ρουμάνους, Ισπανούς, Ιταλούς, ακόμα και Πέρσες. Ο ίδιος φάνταζε αριστοκράτης μπροστά σε όλους αυτούς τους τυχοδιώκτες. Ωστόσο ο ξενοδόχος, στρίβοντας την αρειμάνια μουστάκα, τον ρώτησε πώς σκόπευε να τον πληρώνει, και πριν πάρει απάντηση τον συμβούλεψε να πιάσει χαμαλίκι στο λιμάνι. Ο Γιαννιός ακολούθησε τη συμβουλή του και άρχισε έναν κύκλο ζωής που ξεκινούσε το απόβραδο, όταν ξυπνούσε από τον βαθύ ύπνο και έπεφτε με τα μούτρα σε όσα μπορούσε να προ- σφέρει αυτή η πολιτεία σ’ έναν νέο σαν και του λόγου του: φα- γοπότι, μουσική, χορός, καβγάδες, κουβεντολόι μέχρι πρωίας. Και από τον κόσμο αυτής της άγριας διασκέδασης περνούσε μισομεθυσμένος στον κόσμο της ζόρικης εργασίας. Τον έβλεπαν οι άλλοι αχθοφόροι που παράπαιε πιάνοντας δουλειά και τον κορόιδευαν. Αλλά μόλις φόρτωνε το πρώτο βάρος στην πλάτη, ξέστηθος και ανασκουμπωμένος, έβρισκε την ισορροπία του και μπορούσε να δουλεύει ζαλωμένος ώρες αμέτρητες, μέχρι που ο επιστάτης να τον σταματήσει. Ύστερα έπαιρνε σαν υπνωτισμένος το μεροκάματο και έφευγε με βαρύ και ακλόνητο βήμα, λες και τόση δουλειά τον συνέφερνε αντί να τον εξοντώσει. Κάποιοι τον ρωτούσαν πού έμαθε να δουλεύει έτσι κι εκείνος τους απαντού- σε: «Στα χωράφια!». Αλλά δεν τον πίστευαν. Μετά το χαμαλίκι πεινούσε τρομερά και καταβρόχθιζε ό,τι έβρισκε μπροστά του, στο μαγέρικο του Ζαχαράκη συνήθως,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=