Μινώταυρος

42 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ Υπήρχαν λογιών λογιών χάνια στο Μεγάλο Κάστρο. Ο ίδιος δεν θα έμενε ποτέ στο κατάλυμα που διάλεξε ο αγωγιάτης. Αυτό προοριζόταν κυρίως για τετράποδα και οι άνθρωποι δεν είχαν καλύτερη φιλοξενία από τα ζωντανά. Ο Γιαννιός θυμόταν την μπόχα που δεν τον άφησε καν να πλησιάσει. Ο αγωγιάτης τού είπε ότι ο πονηρός ο χανιτζής χώριζε με μεγάλα χαρτόνια τα διαμερίσματα και τα νοίκιαζε σε κάτι οδοιπόρους σαν την αφε- ντιά του που ήθελαν να περάσουν όπως όπως τη βραδιά. Τώρα, πώς κατάφερνε να αναπαυτεί εκεί μέσα με τα κουνούπια, τους ψύλλους, τους κοριούς, τη βρόμα της καβαλίνας και τα γκαρί- σματα των γαϊδάρων, μόνο εκείνος ήξερε. Κάποιος του σύστησε ένα φτηνό πανδοχείο στο οποίο κατέ- λυαν περιοδεύοντες θίασοι, μουσικά συγκροτήματα, χορεύτριες και αοιδοί, φασουλήδες, καραγκιοζοπαίχτες, όλοι οι φουκαράδες της καλλιτεχνίας. Ούτε ζώα ούτε παχνιά. Είπε να δοκιμάσει εκεί την τύχη του. Παζάρεψε σκληρά με τον ξενοδόχο. «Είναι ακριβά, αφεντικό» έλεγε και ξανάλεγε ο Γιαννιός. «Να πας τότε στα πουτανάδικα του Λάκκου. Είναι φτηνά, θα τακιμιάσεις με καμιά του παλουκιού, κι αν δεν πιάσεις τη σύφι- λη, θα πας απ’ το μαχαίρι κάποιου αγαπητικού!» Ο άντρας που είχε απέναντί του ήταν εύσωμος πολύ και κά- θε φορά που μιλούσε, εκτός του ότι εκτόξευε ένα σύννεφο στα- γονίδια, έχανε την ανάσα στη μέση της πρότασης. «Δεν πάω, μα εδώ είναι ακριβά». «Εδώ θα είσαι κύριος και θα σε σέβονται όλοι. Κι όχι απόβλη- τος στο μάτι των χωροφυλάκων». «Δεν είμαι κύριος, χωριατόπαιδο είμαι και θέλω σκόντο στην τιμή». Στο τέλος, ο τετράπαχος πανδοχέας, μην αντέχοντας αυτή τη λεκτική αντιπαράθεση, του έδειξε την ξύλινη σκάλα που οδη-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=