Μινώταυρος

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ 41 που νόθευε την καθάρια ιωδιούχα ανάσα της θάλασσας, τα ντου- μάνια από τα χαμαιτυπεία και τις ταβέρνες, τα φίνα αποστάγμα- τα των αρωματοπωλείων, αλλά και τα έντονα, σχεδόν πρόστυχα, αρώματα από τα κάθε είδους μπαχάρια στις λαϊκές αγορές και στα παζάρια. Αυτή ήταν η ανάσα της πόλης, κι αν μπορούσες να την αναλύσεις, καταλάβαινες τους ανθρώπους της και τη ζωή στις φαρδιές οδικές αρτηρίες που τη διέτρεχαν από το κέντρο μέχρι τη θάλασσα αλλά και στα πολύ περισσότερα στενοσόκακα που έσφυζαν από φτωχολογιά αλλά και από αλητεία, τέτοια αλη- τεία που ο Γιαννιός δεν μπορούσε να φανταστεί όσο ζούσε στο χωριό του. Την πρώτη μέρα του στο Μεγάλο Κάστρο την έβγαλε στο ύπαιθρο. Η ζέστη του Αυγούστου, ενθαρρυμένη από την άπνοια, είχε ζαβλακώσει την πόλη, πυρακτώνοντας τους δρόμους, τις πλατείες και τα μπεντένια του Κάστρου, και δεν άφηνε σε ησυ- χία ούτε το βενετσιάνικο λιμάνι. Κι εκείνος που νόμιζε ότι μόνο στην Άρβη είχε τέτοιον καύσο. Το βράδυ ανακουφιζόταν να βου- τά τα πόδια του στη θάλασσα, κοιτάζοντας με ασυναίσθητη ζήλια τον σκούρο όγκο καραβιών που έστεκαν αρόδο, παίρνοντας όση δροσιά έφερνε η νυχτερινή αύρα του πελάγου. Έτσι, κρατήθηκε ξύπνιος μες στο σκοτάδι, κι όταν το πρωί έπεσε σε λήθαργο, τον συνέφεραν οι αγριοφωνάρες των βαρκάρηδων. Η καινούργια μέρα όμως έφερε μαζί της τους βοριάδες, που ξαμολήθηκαν σαν τους νταήδες στους δρόμους δροσίζοντας και την τελευταία γω- νιά της πόλης. Οι άνθρωποι που μέχρι χτες ξεμυτούσαν από τα σπίτια και τα μαγαζιά σαν ζαλισμένα έντομα ξαναβρήκαν την αλεγράδα και την ορμή τους. Ο Σεπτέμβριος ήταν προ των πυλών και οι μεγάλες ζέστες θα έπαιρναν πόδι. Έπρεπε να αναζητήσει στέγη ο Γιαννιός. Όπως ήρθαν τα πράγματα, θα κοίταζε να βολευτεί σε κάποιο χάνι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=