Μινώταυρος
40 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή ωστόσο δεν φάνηκε άξιος να τον συντρέξει. Ο Γιαννιός τράβηξε μια μολυβιά στο όνομα Φανουρά- κης. Θα τα κατάφερνε και χωρίς αυτόν – άλλωστε, πόσο θα κα- θόταν στο Ηράκλειο; Θεώρησε κακώς πως ήταν κάτι προσωρινό, και δεν ήταν. Έγινε έτσι που στην αρχή ήθελε να γυρίσει στο χωριό του, αλλά δεν μπορούσε, και μετά του καλάρεσε, κι ενώ έφτασε η ώρα του γυρισμού, εκείνος ξελογιασμένος το ανέβαλλε συνεχώς. Σημείωσε πάντως πως εκείνη τη μέρα με τον Φανουράκη ήταν η πρώτη φορά που μακάρισε τον Μιχαήλο γιατί δεν ξεμά- κρυνε από τα μέρη τους αλλά πήρε τα βουνά και παρίστανε τον χαΐνη. Για πόσον καιρό; Για όσο χρειαζόταν. Γιατί νόμιζε πως οι πόλεις δεν έχουν τη δική τους μυρωδιά; Στα χωριά οι οσμές σε κατακλύζουν από παντού είναι αλήθεια. Είναι η φύση που οργιάζει κάτω απ’ το χώμα, δίπλα στα ποτάμια, δέ- ντρα και φυτά ριζώνουν παντού και μοσχοβολάνε, η γη μοσχο- μυρίζει μετά τη βροχή, έτσι που ο κόσμος γίνεται μια παγίδα από την οποία πιάνεται πρώτα η μύτη και μετά τα μάτια. Έχουν όμως και οι πόλεις τη δική τους μυρωδιά, δεν είναι εύκολο να την εξηγήσεις, αλλά σε μια πολιτεία σαν το Ηράκλειο ο Γιαννιός αντιλαμβανόταν την ιδιαίτερη οσμή της, που δεν προ- ερχόταν από κάτι συγκεκριμένο. Οι αποθήκες των σταφιδοπα- ραγωγών, τα λαδάδικα, οι σαπωνοποιίες, οι κρασαποθήκες και τα μανάβικα και από την άλλη το εισαγόμενο αλεύρι, η ζάχαρη, ο καφές, το πετρέλαιο, το θειάφι και τα κρέατα αντιμάχονταν το ένα το άλλο σε μυρωδιά, ώσπου στο τέλος από το άθροισμά τους δεν έβγαζες άκρη και έπρεπε να αποδεχτείς αυτή την απροσδιό ριστη οσμή που ήταν όλα αυτά μαζί και τίποτε, και σ’ αυτήν έπρεπε να προσθέσεις και τον καπνό από το κάρβουνο των πλοίων,
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=