Μινώταυρος

38 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ στηκε και τον πήγε από εκεί που φάρδαιναν οι δρόμοι, ψήλωναν τα σπίτια και οι άνθρωποι γίνονταν πιο αρχοντικοί. Εδώ μάλιστα! Θα μπορούσε να ζει ο άνθρωπος που αναζητούσε. Σαν να του φάνηκε πως τον είδε να έρχεται από το βάθος του δρόμου. Είδε κάποιον που του έφερνε πολύ, έναν άντρα ψηλό, με λινό ανοιχτόχρωμο κουστούμι και ψαθάκι στο κεφάλι, που προ- χωρούσε κοιτώντας συνεχώς πίσω του και ξαφνικά έστριψε σε μια γωνία. Ο νεαρός Τούρκος που τον ακολουθούσε του το επι- βεβαίωσε και ο Γιαννιός έτρεξε να τον προλάβει. «Μηνά!» του φώναξε. Ο άλλος γύρισε και τον κοίταξε. «Είμαι ο Γιαννιός, ο γιος του Σταύρου, του… “ Αγριμάκη ” , που λένε στο χωριό. Είσαι ο Μηνάς ο Φανουράκης;» «Είμαι, μα τώρα δα δεν ευκολύνομαι, έλα μιαν άλλη ώρα» του απάντησε και τον άφησε σύξυλο στη μέση του δρόμου με τον μπόγο στην πλάτη. Την άλλη στιγμή τον είχε ήδη χάσει απ’ τα μάτια του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, άκουσε ποδοβολητά πίσω του. Τρεις άνδρες της τουρκικής Χωροφυλακής τον προσπέρασαν και ο ένας μά- λιστα τον σκούντηξε και, αντί να ζητήσει συγγνώμη, γύρισε και τον κοίταξε βλοσυρά. Το μόνο που σκέφτηκε ήταν πως, αν εκείνη τη στιγμή τον έπιαναν, θα έβρισκε τον μπελά του με το πιστόλι στην τσέπη. Χαμήλωσε το βλέμμα και φρόντισε να φύγει το συντομότερο από αυτή τη συνοικία του διαβόλου. Κάθε φαμίλια έχει τους δικούς της ήρωες , σκεφτόταν μετά ο Γιαννιός. Στο σπίτι του ο Μηνάς Φανουράκης ήταν ένα είδος οικογενεια- κού θεού, κι αυτό οφειλόταν κυρίως στον πατέρα του, ο οποίος έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση στο πρόσωπό του. Ο Γιαννιός, παι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=