Μινώταυρος

36 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ χάσει από την κούραση και την αγρύπνια. Τον έσφιξε στην αγκα- λιά του σαν να ήταν φίλοι από παλιά και ο Γιαννιός αισθάνθηκε άβολα που δεν έδειχνε την ίδια συγκίνηση. Λίγο παρακάτω ξέχασε και τον αγωγιάτη και τις λαχτάρες του ταξιδιού και μόνη του έγνοια ήταν πώς θα βρει τον Μηνά τον Φανουράκη. Όσο βάδιζε κάτω από τις ακακίες ήταν πολύ ευχά- ριστα, αλλά ύστερα δεν υπήρχε ούτε υποψία σκιάς και ο ιδρώτας που κυλούσε στην πλάτη του τον υποχρέωνε κάθε λίγο να στα- ματά, να κατεβάζει τον μπόγο από τους ώμους και να σκουπίζε- ται με το μαντίλι. Είχε τον νου του να αντιληφθεί το παπουτσί- δικο του Μαριδάκη, γιατί εκεί δούλευε ένας Βιαννίτης ονόματι Βάιος, που ήξερε για τον Φανουράκη. Τον βρήκε απασχολημένο πάνω σ’ ένα καλαπόδι και χωρίς να τον κοιτάξει ούτε μια φορά τού είπε: «Αυτή την εποχή ψάξ’ τον στην Κιζίλ Τάμπια. Πρόσεχε όμως γιατί εκεί έχει μόνο Τουρκιά». Ο Γιαννιός τον είχε δει στα μέρη του πριν από μερικά χρόνια και τον βρήκε ίδιο και απαράλλαχτο: ένα καχεκτικό πλάσμα με μεγάλη γαμψή μύτη αλλά και αλέγρο στις κινήσεις του. Ο Βάιος φώναξε έναν παραγιό του για να τον ξεπροβοδίσει και να του δείξει τον δρόμο. Όταν έμεινε μόνος, θυμήθηκε τη φράση του αγωγιάτη «μοιρασμένες γειτονιές». Αρκετοί μαγαζάτορες της Πλατιάς Στράτας, όλοι τους χρι- στιανοί, πρόβαλαν από τις ανοιχτές πόρτες των καταστημάτων τους, σαν να έψαχναν πελατεία αυτή τη θερμή μέρα του Αυγού- στου. Ένας Τούρκος ξυπόλυτος, με έναν νταμπλά στον ώμο, φώ- ναζε: «Φραντζόλες, κολούρια!». Κανείς δεν του έδινε σημασία. Η πολιτεία, αδιάφορη για την άφιξη του Γιαννιού, άνοιγε μπροστά στα εκστατικά του μάτια έναν νέο κύκλο ζωής. ***

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=