Μινώταυρος

34 II Αχνά χαράματα έφτασαν στο Ηράκλειο και πήραν σειρά πε- ριμένοντας να ανοίξει το Γενί Καπί, η Πύλη του Ιησού, και να μπουν στο Μεγάλο Κάστρο. Ο Γιαννιός αναμετρήθηκε με το πα- νύψηλο τείχος. Πρώτη του φορά αντίκριζε κάτι θεόρατο φτιαγ- μένο από ανθρώπινο χέρι. Μέχρι τότε την ιδέα του μεγέθους την έπαιρνε από τα βουνά και από την απεραντοσύνη της θάλασσας. Το βασίλειο του ανθρώπου , σκέφτηκε. Παρατήρησε το καμαρόσχη- μο θύρωμα της πύλης με τους λαξευμένους λίθους και μαγνη- τίστηκε από τη λεπτομέρεια και το κάλλος της αρχιτεκτονικής του. Αυτή την ιδέα της ομορφιάς την κράτησε μέσα του σαν την πρώτη και πολυτιμότερη ανάμνηση από μια πολιτεία που είχε ακόμη να του διδάξει πολλά. Όταν στράφηκε πίσω, τρόμαξε το μάτι του από την ατέλειωτη ουρά που είχε ήδη σχηματιστεί. Τώρα καταλάβαινε γιατί ο αγω- γιάτης βιαζόταν σε όλη τη διαδρομή. Οι χωρικοί σιωπηλοί, με την αγρύπνια στα σκυμμένα πρόσωπά τους, έφερναν αγαθά από τις επαρχίες φορτωμένα σε κάρα και υποζύγια. Στάρι, λάδι, φρούτα, τυρί και κρασί. Αυτή η αργή πομπή και το λίκνισμα των ζώων ήταν αληθινή μυσταγωγία. Θα έλεγες πως όλοι κοιμόντουσαν όρθιοι. Ύστερα η πύλη άνοιξε με τους ήχους της καμπάνας των χρι- στιανών και τη μακρόσυρτη φωνή του μουεζίνη. Σηκώθηκε ένα υπόκωφο βουητό από τα ποδοβολητά ανθρώπων και ζώων στις πλάκες κι αυτό το τεράστιο φίδι που έμπαινε στα έγκατα της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=