Μινώταυρος

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ 31 τη γνώμη του πατέρα του και έφυγε το άλλο πρωί. Πήρε μαζί του τις κριθαροκουλούρες και τις ελιές από τα χέρια της Αργυ- ρούλας μαζί με το ζεστό της χαμόγελο. Έλεγε να πάρει και το δίκαννο μαζί του, αλλά τελικά κουβάλησε το ρεβόλβερ του Αθα- νασού μαζί μ’ ένα κουτάκι σφαίρες. «Τούτο δω το μαραφέτι έκανε τη δουλειά του στον Αμερικά- νικο Εμφύλιο. Θα σου χρειαστεί πιότερο κι από τη λίρα του πα- τέρα σου. Το θέλω πίσω όταν με το καλό ξανανταμωθούμε» του είπε ο θείος και ύστερα δεν ξαναμίλησε, εκφράζοντας έτσι τη δυσαρέσκειά του για την απόφαση του ανιψιού του. Ο Γιαννιός το έβρισκε εγωιστικό να θέλει να τον κρατήσει εδώ, όταν ο ίδιος στην ηλικία του γύριζε τον κόσμο. Κι αν δεν κατάφερνε να κάνει ποτέ το ταξίδι του Οδυσσέα, πόσω μάλλον του Κολόμβου, μέχρι το Ηράκλειο τουλάχιστον επιθυμούσε να φτάσει. Το Ηράκλειο , σκέφτηκε, είναι πολιτεία κι εκεί δεν πάω ξένος, πάω να βρω τον Μηνά τον Φανουράκη, που έχει τέτοιο χρέος στον γονέα μου . Στον δρόμο συλλογιζόταν την ντροπή του αρραβώνα του. Και μέσα σ’ όλα κουβαλούσε και το περίστροφο, που αν τον έπιαναν οι χωροφύλακες να οπλοφορεί θα χόρταινε η ψυχή του κάτεργο. Προς στιγμήν αποφάσισε να το κρύψει κάπου στη δια­ δρομή και επιστρέφοντας να το ανακτήσει. Αν όμως κάποιος το έβρισκε και το έπαιρνε; Με τι μούτρα θα εμφανιζόταν στον θείο του; «Ανάθεμά σε, Μιχαήλο!» μονολογούσε την ώρα που ανηφό- ριζε στη Βιάννο, αλλά ντράπηκε που θυμήθηκε πως δέκα χρόνια ο μικρός του αδερφός έλεγε και ξανάλεγε: «Ο Μπραήμης θέλει σκότωμα». Είχε κότσια και το ’κανε. Ο Γιαννιός αναθυμόταν αργότερα πόσο μεγάλο και συναρ- παστικό του φάνηκε το ταξίδι για το Ηράκλειο. Οι μουλαράδες στην Άνω Βιάννο παζάρευαν σκληρά για να τον πάνε μέχρι την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=