Μινώταυρος

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ 25 κι όλο έπαιρνε την ίδια απάντηση: «Κάτι σαν το κυνήγι!». Ανα- ρωτιόταν τελικά αν ο πατέρας του τον έστειλε εδώ για περισσό- τερη ασφάλεια ή τον έστειλε στο στόμα του λύκου. Όλη τη βδομάδα δούλευαν στα χωράφια φυλάγοντας τα νώ- τα τους. Η ζέστη αφόρητη. Ακόμα και τη νύχτα την έβγαζαν στην ύπαιθρο. Κοιμόντουσαν με οροφή τους τον έναστρο ουρανό. Ο Αθανασός δίδασκε στον ανιψιό του τα άστρα, αλλά ενδιαφερόταν και για τα εγκόσμια, αλλιώς δεν θα τον ρωτούσε για την αρρα- βωνιαστικιά του. «Την αγαπάς, ρε, ή απλά την αγαπίζεις;» Ο Γιαννιός χασκογέλαγε αμήχανα, αλλά απάντηση δεν έδινε. Με κάτι τέτοια πάντως ξεχνούσαν τους Τουρκοκρητικούς και το κομιτάτο. Μόνο η Αργυρούλα κοιτούσε συνεχώς με τα μεγά- λα της μάτια ορθάνοιχτα και κουνούσε ανήσυχη το κεφάλι. Τα βράδια, κι ενώ ο Αθανασός ροχάλιζε μακαρίως, εκείνη λαγοκοι- μόταν στην καρέκλα και το πρωί τη βρίσκανε ακουμπισμένη στο τραπέζι λες και είχε πεθάνει, με τον σκύλο, τον Αίαντα, να κοι- μάται στα πόδια της. Τη μέρα της Παναγίας γιόρτασαν συγκρατημένα και όχι όπως άλλες χρονιές. Πέρασαν δυο μέρες ακόμα, και τότε είδαν να πλησιάζει ένας καλόγερος καβάλα στον γάιδαρό του. Στην αρχή ήταν μια μαύρη κουκκίδα στο βάθος, ύστερα πήρε τη μορ- φή του ανθρώπου με ράσο και καλημαύχι, που λικνιζόταν πάνω στο υποζύγιο. «Ο Αρτέμιος!» φώναξε ο Αθανασός. Τον ήξερε και ο Γιαννιός τον Αρτέμιο. Ήταν ο ψηλολέλεκας με την αραιή ανοιχτόχρωμη γενειάδα που κάποιες φορές ιερουρ- γούσε στην εκκλησία της Άρβης και το πειραχτήρι ο Μιχαήλος, που κατέβαινε από το χωριό και έψελνε, τον κορόιδευε για τη λεπτή φωνή του. Η αλήθεια είναι πως και οι άλλοι μοναχοί δεν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=