Μινώταυρος

24 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ ξακουστό Χατζηαναγνώστη Συμιακό. Ο καπετάνιος είχε αρχίσει τότε να γερνά, κι όταν πέθανε, ο Αθανασός έφυγε για το μεγάλο ταξίδι στον κόσμο. Έτσι, μόνο οι Τούρκοι έχασαν τα ίχνη του, κι όταν επέστρεψε, κανείς δεν θυμόταν πια τον έφηβο που χαΐνευε. Για όλους, Έλληνες και Τούρκους, ήταν ο «Αμερικάνος». Ο Αθανασός ξεχώριζε και αγαπούσε τον Γιαννιό, αν και παραδεχό- ταν πως την κουζουλάδα του την είχε πάρει ο Μιχαήλος. «Το κέρατο! Το ’πε και το ’κανε» σχολίασε το κατόρθωμα του ανιψιού του. Στον τόνο της φωνής του ο Γιαννιός διέκρινε ένα μείγμα απο- δοκιμασίας και θαυμασμού. Ο Αθανασός έλεγε πως δεν θα υπήρ- χαν συνέπειες. Και έδινε την εξήγησή του: Καμία από τις δύο πλευρές δεν είχε συμφέρον να αποδεχτεί το φονικό. Οι μουσουλ- μάνοι δεν θα παραδέχονταν ποτέ πως ο μύθος της Τουρκιάς έπεσε σαν γέρικο δέντρο από μια παρέα παιδιών στην Άρβη. Όσο για τους χριστιανούς, θα επιθυμούσαν βέβαια να το βροντοφω- νάξουν, αλλά ο φόβος των αντιποίνων δεν τους άφηνε. Έτσι πί- στευε ο θείος, αλλά τις πιστόλες και τα αμερικάνικα όπλα τα γυάλισε καλού κακού και έστειλε ειδοποίηση να τον συνδράμουν οι φίλοι του οι χαΐνηδες όταν έμαθε ότι το κομιτάτο έβγαλε απο- σπάσματα σε όλη την επαρχία. Έβαλε μάλιστα να βουλίσουν το γεφύρι στον χείμαρρο και έστησε σκοπιές στα περάσματα. Αν οι Τουρκοκρήτες έρχονταν από τη θάλασσα, θα τον ειδοποιούσαν οι ψαράδες. Στην καρδιά του καλοκαιριού τα χωράφια ήταν γε- μάτα αγαθά του Θεού και οι πλούσιες σοδειές τραβούσαν τους παλιότουρκους σαν τις ακρίδες. Μια βδομάδα μετά το φονικό της Άρβης ετοιμάζονταν για μάχη εδώ στον Τσούτσουρο, και θα μετρούσαν σίγουρα σκοτω- μένους. Για εφτά μέρες κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν αρματω- μένοι και ο Γιαννιός όλο ρωτούσε τον θείο πώς είναι να πολεμάς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=