Μινώταυρος

22 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ Τσούτσουρο ένας ψαράς από την Άρβη νωρίς το απόγευμα. Ο Γιαννιός, όταν έφτασε την άλλη μέρα λίγο πριν από το μεσημέ- ρι, βρήκε τον μεγάλο αδερφό του πατέρα του με μια κούπα κρα- σί στο χέρι να αμολά χριστοπαναγίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν ο τρόπος του να προετοιμάζει το θυμικό του για τη μάχη. Πάνω στο τραπέζι είχε απλώσει τα όπλα του, τα λάδωνε και τα καθάριζε. Δύο περίστροφα Κολτ, την καραμπίνα του τη Σαρπς, δυο τουφέκια Ένφιλντ και τις δίκαννες πιστόλες του. Κάπου κά- που στρεφόταν προς την Παναγιά που τον κοίταζε από το εικό- νισμα και της έλεγε: «Τι θες να κάνω, Κυρά μου; Με το καλό ποιος κέρδισε;». Άντρας ψηλόλιγνος σαν κυπαρίσσι, με τη μαύρη φορεσιά και το κροσσομάντιλο στα πλούσια ψαρά μαλλιά, σου έδινε την εντύπωση πως οι ρίζες του είχαν χωθεί βαθιά στην κρητική γη και δεν θα άφηνε εύκολα τον μάταιο κόσμο. Έλεγαν πως, επειδή ήταν άκληρος, είχε αναπτύξει κάποια ιδιαίτερα χαρίσματα, όπως να προβλέπει τα μελλούμενα. Είναι αλήθεια ότι σπάνια λάθευε στην κρίση του. Ο άνθρωπος αυτός, πριν ακόμη γεννηθεί ο Γιαν- νιός, εγκατέλειψε την Κρήτη για να γυρίσει τον κόσμο. Έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα, ή καλύτερα πες του Κολόμβου, αφού η χάρη του έφτασε μέχρι την Αμερική, και επέστρεψε στην Ιθάκη του κουβαλώντας και την Πηνελόπη του, μια Μαλτέζα πρώην ακρο- βάτισσα, που δεν αποδείχτηκε τόσο πιστή γιατί πάνω στους έξι μήνες τον εγκατέλειψε μ’ έναν γυρολόγο. Ο Αθανασός δεν πτοήθηκε καθόλου. Ήρθε εδώ στον Τσού- τσουρο και αγόρασε μεγάλη έκταση από σποροχώραφα, λιόφυ- τα και αμπέλια, για να είναι κοντά στη θάλασσα και κάπως αλάργα από το οθωμανικό στοιχείο. Τα καλοκαίρια έπαιρνε πολλούς από τους χωριανούς στη δούλεψή του, μα βοηθούσαν και τ’ ανίψια του. Τον χειμώνα ήταν ο μοναδικός κάτοικος σ’

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=