Μινώταυρος

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ 21 τη μικρή αδερφή του, το Κολοκυθάκι, που μυξόκλαιγε για την επικείμενη φυγή του και αρνιόταν να κοιμηθεί. Ύστερα αμπά- ρωσε την πόρτα και κοιμήθηκε αγκαλιά με τον τσιφτέ μουρμου- ρίζοντας: «Α, ρε Μιχαήλο… Α, ρε Μιχαήλο…». Ξύπνησε στη μέση της νύχτας και βρήκε όρθιο τον κυρ Σταύ- ρο, που ποτέ δεν τα είχε καλά με τον ύπνο. Ο πατέρας του τον έβγαλε ως την πόρτα και τον κατευόδωσε σφίγγοντάς του δυνα- τά το μπράτσο. Τα ανοιχτόχρωμα μάτια του έλαμπαν από την αγρύπνια και την αγωνία, αλλά δεν είπε λέξη. Μόνο το λυπητε- ρό γρύλισμα του σκύλου ακούστηκε στο κατώφλι. Ύστερα ο Γιαννιός πήρε τον γάιδαρό του, τον Στράγαλο, από τον στάβλο, τον σαμάρωσε, τον φόρτωσε με τα χρειώδη και άν- θρωπος και ζώο κατέβηκαν τα έρημα σοκάκια με κατεύθυνση το μονοπάτι προς τη θάλασσα. Για αρκετή ώρα τούς ακολουθούσε και ο σκύλος, μολονότι ο Γιαννιός τον προγκούσε κάθε τόσο και του πετούσε πέτρες για να τον αποτρέψει. Στην άκρη του χωριού ο σκύλος έμεινε πίσω και τους κοιτούσε. Στη φεγγαράδα διαγρα- φόταν η σιλουέτα του, με την ουρά να πηγαινοέρχεται αργά και θλιμμένα. Μύριζε ο τόπος γιασεμί και η δροσιά ήταν ευχάριστη. Ο Γιαννιός ασυναίσθητα έσφιγγε τον τσιφτέ, που είχε κρεμάσει στον ώμο, για να παίρνει κουράγιο. Ο πρώτος ενθουσιασμός για το τέλος του Μπραήμη κόπασε αμέ- σως. Την επόμενη μέρα κιόλας μετατράπηκε σε περισυλλογή. Τι θα γινόταν αν οι Τουρκοκρητικοί αποφάσιζαν να εκδικηθούν τον θάνατό του; Τρέμοντας την αιμοβορία τους, οι χωρικοί λού- φαξαν ξανά και ο καθένας επέστρεψε στις έγνοιες του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Την εκδίκηση των Τούρκων τη σκέφτηκε και ο Αθανασός από την πρώτη στιγμή. Το μαντάτο της σφαγής τού το πρόφτασε στον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=