Μινώταυρος

20 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ Τα τελευταία λόγια ο γέρος τα είπε κλαίγοντας και κάποιος έσκυψε στον Γιαννιό για να του θυμίσει πως ο αφηγητής ήταν αδερφός του παπά. Προχωρώντας να βρει τους φίλους του, σκε- φτόταν πως κακώς λέμε ότι ο άνθρωπος είναι ζώο. Ο άνθρωπος δεν ξέρει να γίνεται ζώο, και κανένα από τα ζώα που γνώριζε ο ίδιος, όσο δυνατό κι αν ήταν, δεν θα φερόταν σαν τον Μπραήμη. Εκείνος ήταν παιδί τότε, αλλά θυμήθηκε την εντύπωση που του έκανε το κρέμασμα της ατιμασμένης όταν άκουσε μια θεια του να λέει: «Κάθε βράδυ ονειρεύομαι δυο γυμνά πόδια στον αέρα. Πρόσωπο δεν βλέπω, μοναχά δυο πόδια. Και ξυπνώ μες στον λυγμό». Έκτοτε σκεφτόταν πως στην κρεμάλα δεν υποφέ- ρει το κεφάλι όσο τα πόδια, κι ενώ ήξερε ότι ήταν λάθος εξακο- λουθούσε να το σκέφτεται. Οι φίλοι του τον περίμεναν στο τελευταίο καφενείο του χω- ριού και μόλις τον είδαν άρχισαν να χειροκροτούν λες και το είχε κάνει ο ίδιος το φονικό. Κάποιος απ’ όλους σηκώθηκε και είπε μια μαντινάδα για τον Μιχαήλο, που μετά ο Γιαννιός ήθελε να την επαναλάβει στον πατέρα του, αλλά δεν τη θυμόταν καθώς είχε πιει τις ρακές του και δεν καλόστεκε στο μνημονικό. Τους άκουγε να μιλούν με τέτοιον θαυμασμό για τον αδερφό του και αναρωτιόταν γιατί μέχρι χτες τον κορόιδευαν που σεληνιαζόταν κάπου κάπου και έκανε σαν τρελός. Μια μόνη πράξη μπορεί να ανεβάσει τον άνθρωπο στα μάτια του κόσμου, ή το αντίστροφο, μα ο άνθρωπος είναι κάτι περισ- σότερο από αυτό. Εκείνος, που αγαπούσε πραγματικά τον αδερ- φό του, μπορούσε να τοποθετήσει την πράξη του εκεί που της άξιζε, ούτε ψηλότερα ούτε χαμηλότερα. Τον ρώτησαν ύστερα αν θα ακολουθούσε αύριο στο πανηγύρι του διπλανού χωριού, και μόνο τότε κατάλαβε πόσο άλλαζε η ζωή του. Όταν γύρισε στο σπίτι, άκουσε τον πατέρα του να μαλώνει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=