Μικρές φωτιές παντού
Μ Ι Κ Ρ Ε Σ Φ Ω Τ Ι Ε Σ Π Α Ν Τ Ο Υ 15 ότου οι μηχανικοί της ελέγξουν κάθε δοκάρι που είχε απο μείνει όρθιο, αλλά ακόμα και απ’ το δεντρόφυτο γρασίδι –πίσω απ’ την κίτρινη απαγορευτική κορδέλα που δεν τους επέτρεπε να πλησιάσουν– έβλεπαν ότι ελάχιστο απ’ το εσω τερικό είχε σωθεί. «Χριστέ και Κύριε!» αναφώνησε η Λέξι. Στεκόταν πάνω στη σκεπή του αυτοκινήτου της, που τώρα ήταν παρκαρι σμένο απ’ την άλλη μεριά του δρόμου, στην πρασιά που περιέβαλλε τη λιμνούλα με τις πάπιες. Αυτή και η Σερένα κοιμόντουσαν ακόμη, κουλουριασμένες πλάτη με πλάτη στο υπέρδιπλο κρεβάτι της Σερένα, όταν ο δόκτωρ Γουόνγκ την ταρακούνησε στον ώμο, λίγο μετά τη μία, μουρμου ρίζοντας: «Λέξι, Λέξι, γλυκιά μου. Ξύπνα. Τηλεφώνησε η μαμά σου». Είχαν μείνει μέχρι τις δύο το πρωί κουβεντιά ζοντας –όπως έκαναν όλη την άνοιξη– για τη μικρή Μίρα μπελ ΜακΚάλοου, λογοφέρνοντας για το αν ο δικαστής πήρε τη σωστή ή τη λάθος απόφαση, αν οι καινούργιοι γονείς της θα έπρεπε να έχουν την επιμέλειά της ή αν θα έπρεπε να γυρίσει στη μητέρα της. «Δεν λέγεται καν Μί ραμπελ ΜακΚάλοου, έλεος!» είχε πει τελικά η Σερένα, και μετά βυθίστηκαν σε μια βαρύθυμη, ταραγμένη σιωπή, ώσπου τις πήρε και τις δύο ο ύπνος. Τώρα η Λέξι παρακολουθούσε τον καπνό που ξεπηδού σε απ’ το παράθυρο του δωματίου της, το μπροστινό που έβλεπε στο γρασίδι, και σκεφτόταν το καθετί που είχε χα θεί εκεί μέσα. Τα τισέρτ στον κομό της, τα τζιν στην ντου λάπα της. Όλα τα σημειώματα που της είχε γράψει η Σε ρένα από την έκτη δημοτικού και τα οποία φύλαγε διπλω
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=