Μια τελευταία στάση

C A S E Y M c Q U I S T O N 12 Η Όγκαστ βλεφαρίζει. «Τι;» Βγάζει την οδοντογλυφίδα από το στόμα και την αφή­ νει στο μπαούλο ανάμεσά τους, δίπλα σε ένα μπολ με στρογγυλές τσιχλόφουσκες. Έχει πάρει ένα ύφος κάπως δυσκοίλιο. «Σου αρέσουν τα κρινάκια;» λέει. «Ναι· θα σου πάρω κρινάκια τη μέρα που θα μετακομίσεις. Είναι εντάξει η Πέμπτη; Θα χρειαστεί λίγες μέρες η Μάιλα να μαζέψει τα πράγματά της. Έχει πολλά κόκαλα». «Εγώ… τι δηλαδή, στο σώμα της;» «Όχι. Βατραχοκόκαλα. Πολύ μικρά. Δύσκολο να τα μα­ ζέψεις. Θέλουν τσιμπιδάκι». Πρέπει να πρόσεξε το ύφος της Όγκαστ. «Α, είναι γλύπτρια. Για το γλυπτό της. Το δικό της δωμάτιο θα πάρεις. Μην ανησυχείς, θα το εξα­ γνίσω με φασκόμηλο». «Εμ, δεν ανησυχούσα για… βατραχοφαντάσματα;» Θα έπρεπε μήπως να ανησυχεί για βατραχοφαντάσματα; Μή­ πως είναι τίποτε τελετουργική δολοφόνος βατράχων αυτή η Μάιλα; «Νίκο, σταμάτα να λες στον κόσμο για βατραχοφαντά­ σματα» λέει μια φωνή από τον διάδρομο. Ένα όμορφο μαύ­ ρο κορίτσι με φιλικό, στρογγυλό πρόσωπο και ατέλειωτες βλεφαρίδες είναι γερμένο στην πόρτα, με ένα ζευγάρι γυα­ λιά ασφαλείας χωμένα στις μαύρες μπούκλες της. Χαμο­ γελάει όταν βλέπει την Όγκαστ. «Γεια, είμαι η Μάιλα». «Όγκαστ». «Το βρήκαμε το κορίτσι μας» λέει ο Νίκο. «Της αρέσουν τα κρινάκια».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=