Μια τελευταία στάση
Μ Ι Α Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Α Σ Τ Α Σ Η 31 ξαναπροσπαθήσει αύριο. Θα μπορούσε να το κάνει. Δεν μετακόμισε όμως στην άλλη άκρη της χώρας για να αφήσει ένα γδαρμένο γόνατο και ένα σουτιέν μούσκεμα στον κα φέ να της κόψουν τη φόρα. Όπως θα έλεγε και η μαμά της: Μη γίνεσαι τώρα ανυπόφορη. Το καταπίνει λοιπόν. Μαζεύει τα πράγματά της. Ψάχνει για καινούρια ραγίσματα στο τηλέφωνό της. Βάζει την τσάντα στον ώμο. Τραβάει πάνω της το παλτό. Πάει να πάρει το ηλίθιο το τρένο της. Ο σταθμός της λεωφόρου Πάρκσαϊντ είναι υπέργειος –με μεγάλους κόκκινους στύλους, μωσαϊκό και κισσό να σκαρφαλώνει στις πίσω πλευρές των πολυκατοικιών πάνω από τις ράγες– και η Όγκαστ περνάει τέσσερις φορές το εισιτήριο μέχρι να ανοίξει η μπάρα για να περάσει. Βρίσκει τη στάση την ώρα ακριβώς που φτάνει η Q και με σπρωξιές και αγκωνιές μπαίνει σε ένα βαγόνι που έχει ευτυχώς με ρικές άδειες θέσεις. Κάθεται σε μία από αυτές. Εντάξει. Για τα επόμενα δέκα λεπτά, ξέρει ακριβώς πού βρίσκε ται και πού πάει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να κα θίσει και να περιμένει να φτάσει. Αφήνει μια συριστική ανάσα. Παίρνει άλλη μία, αργά, από τη μύτη. Θεέ μου, ζέχνει αυτό το τρένο. Δεν θα κλάψει – δεν θα κλάψει –, τότε όμως έρχεται μια σκιά να της κρύψει τα φώτα, η στατική εκείνη ζέστη αν θρώπου που στέκεται από πάνω της, που την παγιδεύει με το σώμα και την προσοχή του.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=