Μια τελευταία στάση
C A S E Y M c Q U I S T O N 28 Στην κορυφή της σκάλας ηΜάιλα ξεκλειδώνει την πόρτα και βγάζουν τα παπούτσια τους αφήνοντάς τα σε έναν σωρό. Ο Νίκο γνέφει προς τον νεροχύτη της κουζίνας και λέει: «Καλώς ήρθες σπίτι». Και για πρώτη φορά, η Όγκαστ τα βλέπει δίπλα στη βρύση: κρινάκια, φρέσκα, μέσα σε βάζο. Σπίτι. Καλά. Είναι δικό τους σπίτι, όχι δικό της. Οι δικές τους παιδικές φωτογραφίες είναι αυτές πάνω στο ψυγείο, οι δι- κές τους μυρωδιές μπογιάς και κάπνας και λεβάντας απλώ νονται στα χαλιά, δική τους συνήθεια είναι να τρώνε πανκέικ για βραδινό, κι όλα αυτά γίνονταν χρόνια πριν φτάσει στη Νέα Υόρκη. Είναι ωραία όμως να τα κοιτάζει όλα αυτά. Σαν μια νεκρή φύση που απολαμβάνει κανείς από μακριά. Έχει ζήσει σε δεκάδες δωμάτια χωρίς να μάθει ποτέ πώς να μετατρέψει έναν χώρο σε σπιτικό, πώς να τον γεμίσει, όπως κάνουν ο Νίκο ή η Μάιλα ή ακόμα και ο Γουές, με τα σχέδιά του στα παράθυρα. Στην ουσία, δεν ξέρει σε αυτή τη φάση τι χρειάζεται για να γίνει κάτι τέτοιο. Έχει ζήσει είκοσι τρία χρόνια περνώντας από το ένα μέρος στο άλλο, αγγίζοντας το ένα τούβλο μετά το άλλο, χωρίς να νιώσει ποτέ το σκίρτημα του στεριώματος. Φαίνεται χαζό, αλλά ίσως. Ίσως είναι αυτό. Ίσως μια καινούρια ειδικότητα. Ίσως μια καινούρια δουλειά. Ίσως ένα μέρος που να θελήσει να ανήκει. Ίσως και κάποιο άτομο. Ποιο, δεν μπορεί να φανταστεί. Η Όγκαστ μυρίζει πανκέικ.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=