Μια τελευταία στάση
Μ Ι Α Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Α Σ Τ Α Σ Η 27 πουαγκαλιάζει ζεστόκαι θελκτικό τουςφθαρμένους πάγκους και τους σερβιτόρους που γυρνούν από τραπέζι σε τραπέζι. Ένας λαντζέρης περνάει με μια λεκάνη πιατικά και μια κού πα κατρακυλάει από τη στοίβα. Ο Γουίνφιλντ απλώνει στα τυφλά το χέρι πίσω του και την πιάνει στον αέρα. Είναι κάτι που θυμίζει πολύ μαγεία. Και δεν την πάει τη μαγεία η Όγκαστ. «Έλα τώρα, Γουίν» λέει η Μάιλα, καθώς ο Γουίνφιλντ βάζει επιδέξια την κούπα μες στη λεκάνη. «Πόσο καιρό τώρα ερχόμαστε κάθε Πέμπτη εδώ πέρα; Τρία χρόνια; Δεν θα σου έφερνα κάποια που δεν θα έκανε για τη δουλειά». Στρέφει τα μάτια ψηλά, αλλά χαμογελάει. «Θα φέρω μια αίτηση». «Δεν έχω σερβίρει ποτέ στη ζωή μου τραπέζι» λέει η Όγκαστ στον δρόμο για το διαμέρισμα. «Μια χαρά θα τα πας» λέει η Μάιλα. «Νίκο, πες της πως θα τα πάει μια χαρά». «Δεν είμαι αυτόματος πωλητής προβλέψεων». «Α, την περασμένη βδομάδα όμως, που ήθελα ταϊλαν δέζικο, ήσουν, όταν αισθάνθηκες ότι εκείνος ο βασιλικός είχε κακή ενέργεια για εμάς …» Η Όγκαστ αφουγκράζεται τον ήχο της φωνής τους κα θώς λογομαχούν και τα βήματα των τριών τους στο πεζο δρόμιο. Η πόλη σκοτεινιάζει, παίρνοντας ένα άνευρο κα φετί πορτοκαλί, που θυμίζει νύχτες της Νέας Ορλεάνης, αρκετά οικείο για να την κάνει να σκεφτεί πως ίσως… ίσως να έχει μια ευκαιρία.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=