Μια τελευταία στάση

Μ Ι Α Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Α Σ Τ Α Σ Η 23 ρωτάει καν τι θέλουν ο Νίκο και η Μάιλα – απλώς αφήνει μια κούπα καφέ και μια ροζ λεμονάδα. Καταλαβαίνει τι εννοούσαν για τη θρυλική φήμη του Πανκέικ Μπίλι. Έχει μια ιδιαίτερη νότα Νέας Υόρκης, κάτι που έχει συναντήσει σε πίνακα του Έντουαρντ Χόπερ ή στο Seinfeld, αλλά πολύ πιο έντονη. Είναι γωνιακό, με μεγάλες βιτρίνες, που βλέπουν και στις δύο πλευρές του δρόμου, τραπέζια από χτυπημένη φορμάικα και καθίσμα­ τα από κόκκινο βινύλιο, που αντικαθίστανται σιγά σιγά στα πιο πολυσύχναστα σημεία, όταν σκίζονται. Κατά μή­ κος ενός τοίχου είναι το μπαρ με τα αναψυκτικά, με παλιές φωτογραφίες και πρωτοσέλιδα για τουςΜετς να σκεπάζουν τον τοίχο από πάνω ως κάτω. Κι έχει μια μυρουδιά χαρακτηριστική, έναν ολότελα ανόθευτο οσφρητικό ξεπεσμό, που η Όγκαστ νιώθει να ποτίζει το είναι της. «Και τέλος πάντων, ο πατέρας του Γουές τού τις έδω­ σε» λέει η Μάιλα, εξηγώντας πώς κατέληξαν στο διαμέ­ ρισμά τους δύο δερμάτινες πολυθρόνες Eames. « Ένα ‘‘μπράβο που ανταποκρίθηκες στις οικογενειακές προσ­ δοκίες’’ δώρο, όταν πήγε στην αρχιτεκτονική σχολή του Πρατ». «Μα νόμιζα πως είναι καλλιτέχνης τατουάζ…» «Είναι» λέει ο Νίκο. «Τα παράτησε μετά το πρώτο εξά­ μηνο. Έπαθε κάτι σαν… νευρικό κλονισμό». «Καθόταν σε μια έξοδο κινδύνου με τα εσώρουχά του για δεκατέσσερις ώρες και αναγκάστηκαν να καλέσουν την πυροσβεστική» προσθέτει η Μάιλα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=