Μια πτήση μαγική

Μ Ι Α Π Τ Η Σ Η Μ Α Γ Ι Κ Η 13 Τα τραγούδια πλησίαζαν σιγά σιγά, σαν τις ντροπαλές πυγολαμπίδες του καλοκαιριού, και, αργά, εντεινόταν συ­ νάμα και ο φόβος μου. Οφόβος όταν γίνεται πολύς κατατρώει την καρδιά. Πρέ­ πει να είμαι θαρραλέος –σκεφτόμουν–, ένας άνθρωπος με φτερά είμαι και όχι ένα θλιβερό αρνί. Τα κουδούνια των καμήλων ταλαντεύονταν μαζί με το τραγούδι και, απάνω στις καμήλες, ταλαντεύονταν γλυκά οι μηροί δέκα μαύρων και γυμνών γυναικών. Ήταν τα πρώτα μαύρα κορμιά που έβλεπα: θαυμαστοί μπρούντζοι κάτω απ’ το φεγγάρι και πάνω στην τελευταία καμήλα ταξίδευε, σε κουβούκλιο, ένας λοχαγός του ιταλι­ κού στρατού μαζί μ’ έναν παπαγάλο με πράσινο, κόκκινο και κίτρινο χρώμα, και γαμψό ράμφος. Ο άντρας είχε αποικιακό κράνος, φαρδύ χαμόγελο και ένα μελαγχολικό ύφος, σαν κάποιος που απολαμβάνει τη στιγμή και μονάχα εκείνη. «Είμαι ο λοχαγός ΜπέμπαΜοντίο, κι εσύ, ποιος είσαι;» «Ο αεροπόρος Τζούλιο Τζαμό, κύριε». «Σε περίμενα. Γεννήθηκες στο Στρόμπολι το 1912;» «Μάλιστα, κύριε». «Σε αποκαλούν “Κουνούπι”;» «Μάλιστα, κύριε». «Γιατί;» «Προσγειώνομαι παντού και είμαι αθόρυβος». «Γνωρίζεις τι πράμα είναι ο πόλεμος;» «Τον έχω δει μόνο στο σινεμά». «Κι εγώ, μα είναι καλύτερα να μην τον μάθεις».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=