Μια προσευχή για τα παλιά ασήμια (Μεταίχμιο Pocket)

[ 16 ] Ξύνει τα ξανθά του μαλλιά, θα έπρεπε να τα είχε κόψει πριν το ταξίδι. Πού πήγε, γιατί χάθηκε το ζζζζζ του; Μήπως γιατί κατάφερε να τον κάνει να σκεφθεί πάλι την Έλσα; «Διάολε!» λέει στο είδωλο που καθόλου γοητευτικό δεν του φαί- νεται αυτή τη στιγμή. Μόνο ακούρευτο. «Διάολε!» Σύμπτωση τερά- στια. Ε, λοιπόν, και αυτός, ο Άλεξ Κάρτερ, τη γυναίκα αυτή, την πα- ράξενη και ανεξιχνίαστη, τη θέλει δική του, όπως κάποτε ο παππούς του θέλησε την άλλη! Κοιτάει έξωαπό το παράθυρο. Σαχλαμάρες! Προσπαθεί να απο- προσανατολίσει τον νου του, να σκεφθεί κάτι άλλο… άλλο… Αδύ- νατον, το μυαλό παραμένει κολλημένο εκεί. Ας υπακούσει. Στο κάτω κάτω δικό του το μυαλό, δικό του το σώμα, δικιά του και η καρδιά. Ας τα βάλει μια φορά να συνεργαστούν. Έχουμε και λέμε · τη θέλει δική του για τα μυστικά που πλέουν στην επιφάνεια των ματιών της σαν φθινοπωρινά φύλλα σε ήσυχο ποτάμι. Τι είπες τώρα, μεγάλε! Τραβάει μια ρουφηξιά και χαζεύει το τοπίο χωρίς να το βλέπει όμως. Τη θέλει για τις μνήμες που φωλιάζουν στα κόκκινα μαλλιά της, γι’ αυτό είναι σίγουρος, τα μαλλιά της κρύβουν… όχι κρύβουν, κουβαλάνε παλιά μυστικά. Εντάξει, πιο νορμάλ αυτό… «Πας καλά, αγόρι μου;» φωνάζει κι η φωνή του αντηχεί στους τοίχους από πέτρα, το ίδιο υλικό με το οποίο η φύση δημιούργησε και την Καππαδοκία. Εκείνοι όμως, οι τοίχοι, σε αντίθεση με τον ίδιο, διατηρούν τη μακάρια ηρεμία τους. Κάθεται πάλι στο γραφείο και σημειώνει τις σκέψεις του στο μπλοκάκι με το ασημοποίκιλτο λογότυπο του ξενοδοχείου. Πόση περιττή πολυτέλεια… «Τη θέλω για τις αλήθειες που δεν έχουν ψιθυρίσει τα άβαφα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=