Μια πινελιά μυστήριο
ΜΙΑ ΠΙΝΕΛΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ | 11 κοντινότερο σπίτι απέχει είκοσι λεπτά με τα πόδια και οι «γείτονες» κατασκοπεύουν τους νεοφερμένους με τα κιά- λια; Στο ξερονήσι, που 365 μέρες τον χρόνο το δέρνουν οι άνεμοι και το τρώνε τα κύματα; Που δεν έχει ούτε ένα μαγαζί με ρούχα; Που δεν έχει ούτε ένα φαστφουντάδικο ή έστω μια πιτσαρία; Που το σχολείο έχει όλα κι όλα είκο- σι τρία παιδιά, που είναι όλα ξαδέρφια μεταξύ τους και την κοιτάζουν με μισό μάτι; Της είναι αδύνατον να σταματήσει να κλαίει. Δε θέλει εξάλλου… Για κάποιον περίεργο λόγο, τα καυτά και ελα- φρώς αλμυρά ποτάμια, που κυλούν ασταμάτητα από τα μάτια της και που άνετα θα συγκρίνονταν με τον Αμαζό- νιο αν τα μάγουλά της ήταν όσο η Βραζιλία, την ανακου- φίζουν. «Αριάδνη μου, είναι έτοιμο το βραδινό μας» ακούει πίσω από την κλειδωμένη της πόρτα τη φωνή της μαμάς της, με φανερή την προσπάθεια να ακουστεί πιο γλυκιά και πιο καθησυχαστική απ’ ό,τι συνήθως. «Μακαρονάδα καρμπονάρα! Tην έφτιαξα ακριβώς όπως σου αρέσει» λέ- ει η μαμά με μια προσποιητή δόση ενθουσιασμού, καθώς χτυπάει αμήχανα την πόρτα. Η Αριάδνη χώνει το πρόσωπό της στο μαξιλάρι. Δε θέλει να φάει. Δε θέλει ούτε να τους δει τους γονείς της. Της κατέστρεψαν τη ζωή. Θα μείνει κλεισμένη στο δω- μάτιό της για πάντα. Έτσι κι αλλιώς είτε μείνει μέσα είτε
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=