Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο

15 Μ Ι Α Ν Υ Χ Τ Α Σ Τ Ο Β Ι Β Λ Ι ΟΠ Ω Λ Ε Ι Ο κλέψουν!» προσπαθούν να τον συνετίσουν οι φίλοι του. «Μα- κάρι!» εύχεται εκείνος και δηλώνει ότι θα υιοθετήσει τον κλέφτη. «Έχεις κάποια προτίμηση;» προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, σε λίγο πιθανόν να εμφανιστεί ο Λεωνίδας, έτσι της είχε υποσχεθεί αόριστα φεύγοντας. Θα πήγαινε για τσίπουρα με τους κολλητούς του, όλοι κατά πολύ μεγαλύτεροί του. Όχι πως αυτός είναι και τόσο νέος. Αλλά… Αμέσως βάζει φρένο στο μυαλό της το αχαλί- νωτο, πώς γίνεται να ξεφεύγει συνέχεια, είναι δυνατόν μια τέτοια στιγμή να σκέφτεται ότι ο Λεωνίδας, σε σχέση με τους φίλους του, έχει κορμί λαμπάδα; Επίσης… Αυτό πώς της ήρθε τώρα; Ας το πάρει από την αρχή. Οι φίλοι του Λεωνίδα είναι κάποιοι, όχι και πολύ νέοι πια, κουλτουριάρηδες. Πφ! Τη σιχαίνεται τη λέξη, κατάλοιπο της μάνας της κι αυτή –άσε τους κουλτουριάρηδες και κοίτα να βρεις κανένα καλό παιδί να παντρευτείς!– που μαζί τους ο Λεωνίδας κάνει ατέρμονες συζητήσεις, ενώ βρίζουν συνέχεια το σύστημα. Τη Δεξιά, την Αριστερά, τα κέντρα και τα άκρα πάσης φύσεως, μαδώντας τα γένια τους. Μ’ αυτούς θα πήγαινε για τσίπουρα και της είχε πει ότι στην επιστροφή μπορεί και να περνούσε αποκεί. Αποδώ δη- λαδή. Θυμάται πώς την κοιτούσε όταν της έδινε εκείνη την αόριστη υπόσχεση και αισθάνεται κάτι σαν απογοήτευση. Δεν είχε αντιδράσει, δεν είχε υπερθεματίσει, ναι, έλα, θα περιμένω. Τίποτα. Ένα μικρό κύμα πίκρας την κατακλύζει καθώς θυμάται πώς την κοιτούσε ο Λεωνίδας όταν της έδινε εκείνη την αό- ριστη υπόσχεση. Παράξενα την κοιτούσε και… και οπωσδή-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=