Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο

14 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ Η κατά κάποιον τρόπο αυθαίρετη σκέψη την ησυχάζει παρά το γεγονός ότι μόλις την έχει απειλήσει ότι θα της ρίξει επειδή τα θέλει όλα. Και η μυρωδιά… σχεδόν άρωμα δηλα- δή… συνεχίζει να ερεθίζει την όσφρησή της. Ο νεαρός –έως είκοσι τον κάνει, λεπτό παραπάνω– με τρεμάμενα χέρια της χώνει στη μούρη μια διάπλατα ανοιγ- μένη τσάντα, σαν εκείνες που παίρνεις στο IKEA, απόλυτα πεπεισμένος πως δεν θα σου χρειαστεί, αφού έχεις πάει μό- νο για να ρίξεις μια ματιά και καταλήγεις σέρνοντάς την προς το ταμείο γεμάτη με γλαστράκια, πιάστρες κουζίνας, κορνίζες, σουβέρ, σουπλά και πολύχρωμα κουτιά για την τακτοποίηση και φύλαξη της αλληλογραφίας σου – κι ας λαμβάνεις μόνο SMS και μηνύματα στο messenger. Ο νεαρός κουνάει νευρικά τα χερούλια της τσάντας. «Θα σ’ τα δώσω…» του λέει με φωνή σχεδόν μητρική. «Θα σ’ τα δώσω… αν και να ξέρεις ότι μ’ αυτά άλλοι περνάνε χρόνια και χρόνια…» Ο νεαρός, χωρίς να την κοιτάει, διατείνεται ότι τα έχει ανάγκη, αλλά δείχνει κάπως σαν να μετανιώνει για ό,τι πάει να κάνει, γέρνει λίγο από το βάρος της απόφασής του, όχι πολύ, να, σαν τον πύργο της Πίζας που αιώνες μένει έτσι χωρίς να αποφασίζει να πέσει. Διαπιστώνοντας αυτή την αλλαγή στην αποφασιστικότη- τά του τον ρωτάει πότε τα ξεκίνησε και εκείνος ξεσφίγγοντας τις γροθιές του: «Πάνε χρόνια… από παιδί…Μόλις πήγα στο σχολείο…» και γυρίζει να κοιτάξει πίσω του ανήσυχος. Τίποτα, κανείς δεν έρχεται, μόνο η ομίχλη περιμένει υπο- μονετικά έξω από την παλιά ξύλινη πόρτα που με πείσμα το αφεντικό δεν αποφασίζει να την αντικαταστήσει. «Μα θα σε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=