Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο

12 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ ομίχλη που καλύπτει ολόκληρη την πόλη –τα ξέρει τα χούγια της, όλοι τα ξέρουν– σ’ αυτή τη φάση είναι αδιαπέραστη. Άφησε που… έκτοτε δεν τον είχε ανταμώσει, πάει περισσό- τερο από χρόνος. Επιστρέφει στη θέση της. Και τι δεν θα ’δινε να ήταν στο κρεβάτι της τώρα. Ή στην αγκαλιά του… Και αγνοεί τη φωνούλα που ρωτάει ποιον εννοεί ακριβώς, προσποιούμενη ότι αφουγκράζεται τους βραχνούς χτύπους του ρολογιού. Δώδεκα. Και άνθρωπος ακόμη δεν έχει φανεί. Η νύχτα προβλέπεται ανιαρή. Ώστε στην αγκαλιά του, ε; «Τα θέλω όλα, τ’ ακούς; Όλα! Γιατί, αλλιώς, θα σου ρίξω!» Κάτι σκάλιζε στα ράφια των Λατινοαμερικάνων και δεν είχε καν προλάβει να στρέψει το κεφάλι με το που ακούστηκε ο ήχος που ειδοποιεί για τις αφίξεις. Η καρδιά της πάει να σπάσει και τα ρουθούνια της μπου- κώνουν από μια μυρωδιά γνωστή…Που όμως αυτή τη στιγμή, ξαφνιασμένη και τρομαγμένη, αδυνατεί να την προσδιορίσει. Λες αυτό να είναι το τέλος όπως είχε προβλέψει η Πυθία… ε…συγγνώμη, η μάνα της –το ίδιο είναι, άκουσέ με– μαζί με όλα τα άλλα για τη ζωή της; Θα διανυκτερεύεις, κορίτσι πράμα; Είσαι με τα καλά σου! Ξέρεις πόσοι παράξενοι και παράνομοι κυκλοφορούν τη νύχτα; Βιαστές, κλέφτες, ανώ- μαλοι, πρεζάκηδες, διεστραμμένοι, λαθρομετανάστες! Της το απαγόρευε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=