Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο

Το πούσι Σ έρνει τα νυσταγμένα της βήματα προς την τζαμαρία και κοιτάζει έξω. Ένα άσπρο τίποτα καλύπτει τα πάντα και αμέσως είναι σίγουρη πως αυτό είναι υπαίτιο για τα βαριά της βλέφαρα, που κάθε τόσο κλείνουν από τη νύστα και τη βαρεμάρα. Κουνάει το κεφάλι, συνέρχεται κάπως, ξανακοι- τάει τη γιορτή του σύννεφου, κάτι σαν τη «γιορτή του κρασιού» στο πιο άκεφο όμως. Νύχτα βουτηγμένη στην ομίχλη, κουσούρι και σήμα κα- τατεθέν της πόλης, αυτή η ομίχλη που κάνει τους κατοίκους να βυθίζονται σε μια αδρανή νηφαλιότητα για την οποία τους κατηγορούν αλλά δεν τους νοιάζει. Όπως ούτε της ίδιας της κοστίζει, αν και μετά μανίας παρακολουθεί τις φάσεις της σελήνης, δεν της κοστίζει που απόψε είναι ολόγιομο και δεν θα το δει. Την ομίχλη τη σκέφτεται σαν το μαλλί της γριάς που τόσο της άρεσε όταν ήταν μικρή –λες να ’ναι το ίδιο γλυκιά;– κι αντιστέκεται στην παρόρμηση να βγει έξω με τη γλώσσα προτεταμένη και να τη δοκιμάσει. Ή μήπως η παρόρμησή της αυτή είναι απλώς μια δικαιολογία για να διαπιστώσει αν μπορεί να κρατηθεί και να μη ρίξει ού-τε μί-α ματιά απέναντι, μπας και τον δει εκεί. Ού-τε μί-α! «Δεν πάω καλά» μονολογεί, σιγά να μην τον έβλεπε, η

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=