Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο

23 Μ Ι Α Ν Υ Χ Τ Α Σ Τ Ο Β Ι Β Λ Ι ΟΠ Ω Λ Ε Ι Ο και μία μοναδική στο χρώμα της φράουλας–, με ισάριθμα χαριτωμένα τραπεζάκια δίπλα τους, έδιναν αίσθηση σπιτίσιας οικειότητας. Ένας υποτυπώδης χώρος υποδοχής μέσα στον οποίο υπήρ- χε και το δικό της, μικρό γραφείο, περιχαρακωνόταν φιλότι- μα από τέσσερις περίτεχνες ανθοστήλες που αγόγγυστα κουβαλούσαν ισάριθμα κασπό από αλπακά, σφυρηλατημένα από κάποιον άσημο καλλιτέχνη του περασμένου αιώνα. Τα κασπό είχαν ενίοτε φρέσκα λουλούδια, άλλοτε αποξηραμένες συνθέσεις. «Θα μου πεις τι εννοείς όταν λες ότι πρέπει να διαλέγουμε τους ανθρώπους; Με ποια έννοια ακριβώς;» επιμένει το αγό- ρι, αναγκάζοντάς την να αναδυθεί από τις σκέψεις της. Του εξηγεί –και μάλιστα απορεί πώς το κάνει αυτό παρου- σία ενός άγνωστου– ότι καλό είναι να αράζουμε δίπλα σε ανθρώπους που κοιτάνε την ίδια θάλασσα μ’ εμάς. Και μόλις λέει «θάλασσα», τσαφ! έρχεται η αποκάλυψη · αυτό που τόση ώρα τριγυρίζει τα ρουθούνια της και το ένιωσε με το που μπήκε ο νεαρός, ε, λοιπόν, είναι η μυρωδιά της φουρτουνια- σμένης θάλασσας. Χαρούμενη για την ανακάλυψή της τον ακούει να λέει, σχεδόν με αηδία, ότι αν μιλάει για άραγμα αυτός πάει πάσο, δεν συνεχίζει. «Εγώ θέλω να ταξιδέψω, άκου εκεί να αράξω! Προς το πα- ρόν σπουδάζω για να κάνω το χατίρι των γονιών μου. Αλλά… εμένα με καρτεράνε οι θάλασσες όπως λένε και οι ποιητάδες!» Συμφωνεί. Να ταξιδεύουμε λοιπόν με ανθρώπους που αγα- πάνε τις ίδιες θάλασσες μ’ εμάς και ο νέος εξανίσταται.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=