Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο

19 Μ Ι Α Ν Υ Χ Τ Α Σ Τ Ο Β Ι Β Λ Ι ΟΠ Ω Λ Ε Ι Ο σική γενικά. Αλλά με τους ανθρώπους; Τι θέλεις να πεις όταν λες ότι πρέπει να τους επιλέγουμε. Είναι πάντα δική μας επιλογή οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μας;» Η σακούλα πέφτει στο πάτωμα και εκείνος βάζει το χέρι μέσα στο μοντγκόμερι. Χλωμιάζει –όπλο;– αλλά το παιδί χαμογελάει. Τσιγάρο. Επιτρέπεται; Του δίνει την άδεια, ώρα που είναι… Και ούτε θέλει να τον εξαγριώσει. Φυσάει τον καπνό προς το ταβάνι εκεί όπου ένας παλιός ανεμιστήρας γυρνάει αργά τη σκουριασμένη φτερωτή του. Τόσο βραδυκίνητη και τόσο σκουριασμένη που καμία διαφορά δεν κάνει στην ατμόσφαιρα, γι’ αυτό και είναι σε λειτουργία χειμώνα καλοκαίρι. Γιατί o Λεωνίδας, λάτρης του κινηματογράφου, ζήλευε πάντα τους ανεμιστήρες που έβλεπε στα γραφεία των ντετέκτιβ σε κάτι ασπρόμαυρες ταινίες και ήθελε να αποκτήσει έναν τέτοιο. Ανεμιστήρα, όχι ντετέκτιβ. Οπότε τώρα, ειδικά αν είναι παρών, τον θέλει να λειτουργεί, ταιριάζει με την όλη ατμόσφαιρα. Αυτός δε, ο ανεμιστήρας, όχι ο Λεωνίδας, είχε σταθεί η αφορμή να γνωρίσει η Θεολογία τον Άδωνη. Είχε μπει ένα βραδάκι, λίγο καιρό αφότου έπιασε δουλειά. Φορούσε πολι- τικά και, χωρίς καλησπέρες και εισαγωγές, την είχε ρωτήσει απότομα πού τον είχε βρει. Ο τρόπος του είχε κάνει το μάτι της να γυαλίσει, θύμωνε με όσους της μιλούσαν κατευθείαν στον ενικό αλλά γνώριζε ότι ήταν ιδιοτροπία της. Συνομήλι- κοι έμοιαζαν, πώς έπρεπε δηλαδή να της μιλήσει; «Χαριτό- βρυτε δεσποσύνη, θα επιθυμούσα να σας απευθύνω μίαν ερώτησιν;» Τέλος πάντων… Μαζεύει και πάλι τα μυαλά της που τρέχουν σκοντάφτοντας στην ομίχλη προς λανθασμένη κατεύθυνση και τα γυρίζει ολοταχώς στο θέμα της διακόσμησης του καταστήματος. Στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=