Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο

17 Μ Ι Α Ν Υ Χ Τ Α Σ Τ Ο Β Ι Β Λ Ι ΟΠ Ω Λ Ε Ι Ο ρούσε να φανταστεί ότι η κόρη της, πρώτη μαθήτρια, παρα- καλώ, θα ξεσκόνιζε βιβλία! Αν έβρισκε δηλαδή ποτέ… Και δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή της γιατί είχε λιποθυμήσει. Τρίβοντας ψύχραιμη τους καρπούς της μάνας είχε ρωτήσει τον πατέρα της, αν εννοούσε ότι δεν θα έβρισκε ποτέ δουλειά ή αν δεν θα έβρισκε σκόνη. Και όχι, δεν είχε ταραχτεί, αυτού του είδους οι σκηνές ήταν συνηθισμένες στο σπίτι τους. Η κυρά Δώρα, η μάνα της, όταν δεν συμφωνούσε με κάτι και οι άλλοι επέμεναν, διάλεγε τη λιποθυμία σαν μέσον επίτευξης του σκοπού της, πράγμα που συνήθως έπιανε. «Κι όμως, θα έπρεπε να διαλέγεις…» επαναλαμβάνει στον νεαρό, τώρα ακόμα πιο απαλά, με το μυαλό στο αφεντικό της, αυτή είναι η λατρεμένη της συζήτηση μαζί του. Δηλαδή όλες οι συζητήσεις μαζί του είναι αγαπημένες… Όσο για τον Άδωνη, τον καλό της… Εντάξει, αυτόν που θέλει να σκέφτεται, καμιά φορά έστω και με το ζόρι σαν «πρώην καλό της», με τον Άδωνη, τις ελάχιστες φορές που κάνανε κάποια συζήτηση, ήταν μόνο για τα μέρη όπου εκεί- νος ονειρευόταν να ταξιδέψει. Συνοδεύοντας την ομάδα του πάντα, πράγμα που της είχε φανεί απίστευτο. Είχε επιμείνει πάντως, υπήρχε περίπτωση –ελπίδα, εννοούσε– να έπαιζε ο ΠΑΟΚ με μια ομάδα στη Σαντορίνη; Γιατί ήταν ερωτευμένη και, έχοντας καταπιεί τον μύθο, πίστευε ότι μόνο εκεί έπρε- πε να πάει. Ο Άδωνης όμως ήταν κατηγορηματικός. Ουδεμία περί- πτωση. Η ομαδάρα του έπαιζε μόνο στην Άλφα Εθνική. Παντελώς άσχετη με τα ποδοσφαιρικά εκείνη, δεν είχε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=