Μια γυναίκα

M I A Γ Υ Ν Α Ι Κ Α 19 μου αν πήγαιναν στο πανεπιστήμιο και τι σπούδα­ ζαν. Ένα είδος μακρόστενης κλίνης, άδειας, γαρνι­ ρισμένης με κόκκινο βελούδο, ήταν απιθωμένη καταγής, μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Αργότερα, οι άνθρωποι του γραφείου τελετών ακούμπησαν εκεί το φέρετρο της μητέρας μου. Ο ιερέας έβαλε στο μαγνητόφωνο μια κασέτα με μουσική εκκλη­ σιαστικού οργάνου. Ήμασταν οι μόνοι παρόντες στην τελετή, η μητέρα δεν ήξερε κανέναν εδώ. Ο ιερέας μίλησε για την «αιώνια ζωή», για την «ανά­ σταση της αδελφής ημών», έψαλε εκκλησιαστι­ κούς ύμνους. Ήθελα αυτό να κρατήσει για πάντα, ήθελα να κάνουμε κάτι περισσότερο για τη μητέ­ ρα μου, περισσότερους ύμνους, περισσότερο τε­ λετουργικό. Η μουσική του οργάνου ξανάρχισε και ο ιερέας έσβησε τις λαμπάδες εκατέρωθεν του φέρετρου. Αμέσως μετά τη λειτουργία, η νεκροφόρα έφυ­ γε για το Ιβετό, στη Νορμανδία, όπου η μητέρα μου θα ενταφιαζόταν πλάι στον πατέρα μου. Εγώ πήγα με το δικό μου αυτοκίνητο μαζί με τους γιους μου. Έβρεχε σε όλη τη διαδρομή, ο αγέρας λυσσο­ μανούσε. Τα παιδιά με ρωτούσαν για τη λειτουρ­ γία, επειδή πρώτη φορά έβλεπαν κάτι τέτοιο και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=