Μια γυναίκα
M I A Γ Υ Ν Α Ι Κ Α 17 για να ρωτήσω αν μπορούσα να δω τη μητέρα μου στον νεκροθάλαμο μαζί με τους δυο γιους μου. Η τηλεφωνήτρια μου απάντησε πως ήταν πολύ αργά, ο νεκροθάλαμος έκλεινε στις τέσσερις και μισή. Βγήκα μόνη με το αυτοκίνητο και περιπλανήθηκα στις νεόκτιστες συνοικίες κοντά στο νοσοκομείο, ψάχνοντας ένα ανθοπωλείο ανοιχτό τις Δευτέρες. Ζήτησα λευκούς κρίνους, όμως ο ανθοπώλης με απέτρεψε, τους έβαζαν μόνο στα παιδιά και, το πολύ πολύ, στα νεαρά κορίτσια. Η κηδεία έγινε την Τετάρτη. Έφτασα στο νοσοκο μείο με τους δυο γιους μου και τον πρώην άντρα μου. Δεν υπήρχαν πινακίδες που να κατευθύνουν προς τον νεκροθάλαμο, χαθήκαμε μέχρι να βρούμε το ισόγειο μπετονένιο κτίριο στις παρυφές των αγρών. Ένας υπάλληλος με λευκή μπλούζα, που μιλούσε στο τηλέφωνο, μας έγνεψε να περιμένου με στον διάδρομο. Καθίσαμε σε καρέκλες βαλμένες στη σειρά κατά μήκος του τοίχου, απέναντι από τις τουαλέτες, κάποιες μάλιστα είχαν την πόρτα ορ θάνοιχτη. Ήθελα να δω γι’ άλλη μια φορά τη μη τέρα μου και να αποθέσω πάνω της δυο κλαδάκια ανθισμένης κυδωνιάς που είχα στην τσάντα μου. Δεν ξέραμε αν επιτρεπόταν να μας δείξουν τη νε
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=