Μια γυναίκα
A N N I E E R N A U X 14 κάποτε για την κηδεία της. Η νοσοκόμα μου είπε ότι θα το φρόντιζε μια κοπέλα απ’ το προσωπικό· θα της έβαζαν επίσης και τον Εσταυρωμένο που φύλαγε η μητέρα μου στο συρτάρι του κομοδίνου της. Έλειπαν οι δυο βίδες που στερέωναν τα χάλ κινα μπράτσα στον σταυρό. Η νοσοκόμα δεν ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να τις αντικαταστήσει. Αυτό δεν είχε σημασία, ήθελα οπωσδήποτε να πά ρει μαζί της τον Εσταυρωμένο της. Πάνω στο τρο χήλατο τραπεζάκι υπήρχε το μπουκέτο με τις φορ σύθιες που της είχα φέρει χτες. Η νοσοκόμα με συμβούλευσε να πάω αμέσως στη γραμματεία για τα διαδικαστικά. Στο μεταξύ, θα κατέγραφαν τα υπάρχοντα της μητέρας μου. Λιγοστά πράγματα είχε, ένα ταγέρ, ένα ζευγάρι μπλε καλοκαιρινά πα πούτσια, ένα νεσεσέρ. Μια γυναίκα άρχισε να ξε φωνίζει, η ίδια εδώ και μήνες. Δεν καταλάβαινα γιατί αυτή ζούσε ακόμα, ενώ η μητέρα μου είχε πεθάνει. Στη γραμματεία, μια κοπέλα με ρώτησε τι ήθε λα ακριβώς. «Η μητέρα μου πέθανε σήμερα το πρωί. – Στο νοσοκομείο ή στο γηροκομείο; Όνο μα;» Κοίταξε ένα χαρτί και χαμογέλασε αμυδρά: την είχαν ήδη ενημερώσει. Πήγε να φέρει τον φά κελο και μου έκανε κάποιες ερωτήσεις, τόπο γέν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=