Μια γυναίκα

A N N I E E R N A U X 20 δεν ήξεραν πώς να συμπεριφερθούν στη διάρκεια της τελετής. Στο Ιβετό, η οικογένεια είχε συγκεντρωθεί κοντά στην κεντρική καγκελόπορτα του κοιμητηρίου. Μία από τις ξαδέρφες μου φώναξε από μακριά. «Κοίτα καιρό! Λες κι είναι Νοέμβρης!», προφανώς για να συγκαλύψει την αμηχανία της βλέποντάς μας να πλησιάζουμε. Περπατήσαμε όλοι μαζί προς τον τάφο του πατέρα μου. Τον είχαν ανοίξει, το φρε­ σκοσκαμμένο χώμα σχημάτιζε έναν κιτρινωπό σω­ ρό από τη μια μεριά. Έφεραν το φέρετρο της μητέ­ ρας μου. Τη στιγμή που βρισκόταν πάνω απ’ τον λάκκο, οι άντρες που κρατούσαν τα σχοινιά μου έγνεψαν να πλησιάσω για να το δω να κατεβαίνει στην τάφρο. Λίγα μέτρα πιο πέρα, περίμενε ο νε­ κροθάφτης, με το φτυάρι του. Το πρόσωπό του είχε μπλαβίσει απ’ το κρύο, φορούσε μπλε εργατι­ κή φόρμα, μπερέ και μπότες. Ήθελα να του μιλήσω και να του δώσω εκατό φράγκα, ξέροντας ότι θα πήγαινε να τα πιει. Αυτό δεν με πείραζε, τουνα­ ντίον, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα ασχολού­ νταν με τη μητέρα μου σκεπάζοντάς την με χώμα όλο το απόγευμα, μπορεί και να του άρεσε αυτό.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=