Μια αγνοούμενη ακόμα

M I A A Γ Ν Ο Ο Υ Μ Ε Ν Η Α Κ Ο Μ Α 41 όμως τώρα. Σκέφτεται μεθόδους απόρριψης πτωμάτων. Η σκέ- ψη αναστατώνει την Τζούλια. «Καλά. Σπίτι σε δέκα. Σ’ αγαπώ». Το κλείνει. Έτσι κι αλλιώς το σπίτι της –το νέο της σπίτι– δεν απέχει ούτε δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο. Έπειτα απ’ όλα αυτά με τον Αρτ, μετακόμισαν, πα- ρόλο που ένιωθαν ότι ήταν λάθος να ξεριζωθούν μαζί, λες κι είναι ακόμα οικογένεια, ενώ αυτή και ο Αρτ εξακολουθούσαν να κοι- μούνται σε χωριστά υπνοδωμάτια και να αναμασούν το παρελθόν (τουλάχιστον αυτό κάνει η Τζούλια). Αλλά είχε δει ένα σπίτι που έψαχναν εδώ και χρόνια. Και ο Αρτ ήρθε μαζί γιατί κανείς τους δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο εκείνη τη στιγμή. Όμως τώρα έχουν το πιο πολυπόθητο πράγμα: μια διπλοκα- τοικία με θέα στην παραλία Σούγκαρ Λόουφ του Πόρτισχεντ. Κατά τη διάρκεια των χειμερινών καταιγίδων, η άμμος γδέρνει τα παράθυρα κι ο αέρας την παρασύρει μέσα απ’ τις ρωγμές. Η Τζούλια τη βρίσκει παντού. Είναι αφάνταστα όμορφο. Βγαίνει από το πάρκο. Τα σιδερένια κάγκελα που το περι- βάλλουν χάνονται στη σκοτεινή ατμόσφαιρα σαν τις βουνοκορ- φές στην ομίχλη, οι αιχμηρές τους άκρες φαντάζουν σχεδόν αόρατες. Βήματα. Η Τζούλια δεν αντιδρά, έχει εκπαιδευτεί να μην το κάνει. Υπενθυμίζει στον εαυτό της τη δύναμη που έχει η αστυνομία. Να κάνει σύλληψη, να δείξει το σήμα της. Η Τζούλια θα έπρεπε να νιώθει άτρωτη. Κρατάει σταθερό ρυθμό, φροντίζει να φαίνεται το κινητό της. Αν θέλουν να τη ληστέψουν, ας το κάνουν, καλύτερα ο στόχος να είναι εμφανής. Κοιτάζει αδιάφορα πάνω από τον ώμο της. Είναι ένας άντρας με κουκούλα. Ένα παιδί ουσιαστικά, ίσως δεκάξι, δεκαεφτά. Ελπίζει να μην τον έχει συλλάβει ποτέ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=