Μια αγνοούμενη ακόμα

G I L L I A N M c A L L I S T E R 36 Ρίχνει το βλέμμα της στο έδαφος. Μια παλιά τσίχλα. Μερικά χαλίκια. Τίποτε άλλο. Ψάχνει για αίμα. Για κάποιο όπλο. Ση- μάδια πάλης. Μα δεν υπάρχει τίποτα. «Μάλιστα» λέει στον εαυτό της και ρίχνει άλλη μια ματιά προτού να φύγει. Έχει ξυλιάσει. Υπάρχουν τόσο πολλά να γίνουν, μα τίποτα απ’ αυτά εδώ. Ο Τζόναθαν θα πρέπει να την άκουσε, γιατί εμφανίζεται στην είσοδο και λέει: «Πάρα πολύ παράξενο, έτσι;» «Τελείως» λέει σαστισμένη η Τζούλια. «Δεν μπορώ να σκε- φτώ ούτε μια πιστευτή εξήγηση». «Σκοινί από το παράθυρο;» προτείνει εκείνος – κι αυτός είναι ο λόγος που στην Τζούλια αρέσει να δουλεύει με τον Τζό- ναθαν. Χώνει το κεφάλι της και πάλι στο σοκάκι, κοιτάει τους τοί- χους, ψάχνει για γρατζουνιές, μικροσκοπικές τρύπες, οτιδήποτε. Αλλά υπάρχουν μόνο καθαρά τούβλα, σοβάδες. Τίποτε άλλο. «Χρειάζομαι όλα τα πλάνα από τις κάμερες ασφαλείας που βλέπουν σ’ αυτό το δρομάκι» λέει. «Ναι» απαντάει αργά εκείνος. «Ναι, θα τα στείλω. Αλλά τα έχω ήδη παρακολουθήσει. Σου ορκίζομαι, δεν θα τη δεις να ξαναβγαίνει». Είναι περασμένες έντεκα και η Τζούλια φεύγει από το τμήμα με ξηρά μάτια, έχοντας παρακολουθήσει τέσσερα βίντεο πα- ράλληλα, κι ύστερα άλλα τέσσερα. Έχει δει πλάνα απ’ όλες τις κάμερες, κάθε λεπτό που κατέγραψαν. Σχεδόν δεν ανοιγόκλει- σε τα μάτια της καθώς επαναλάμβανε όλη τη δουλειά που είχε ήδη κάνει ο Τζόναθαν. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, κι όμως είναι: η Ολίβια στρίβει στο σοκάκι και δεν ξαναβγαίνει. Κανείς άλλος δεν πηγαίνει εκεί.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=