Μια αγνοούμενη ακόμα
M I A A Γ Ν Ο Ο Υ Μ Ε Ν Η Α Κ Ο Μ Α 19 έφτιαξε στο τμήμα. Η Τζούλια καρφώνει το βλέμμα της σ’ αυ- τό. «Μου έφτιαξες καφεδάκι;» τον ρωτάει. Ο αξιωματικός την αγνοεί. Κοιτάζει πάλι τον Πράις κι έπειτα αναστενάζει ξανά καθώς κατευθύνεται προς το πίσω γραφείο, αφού πρώτα κάνει μια στάση στην κουζίνα. Φτιάχνει ένα τσάι, τρεις κύβους ζάχαρη και μπόλικο γάλα, εν μέρει για να το κρυώσει και να το κάνει λιγό- τερο επικίνδυνο· το αχνιστό τσάι δεν επιτρέπεται στο κρατητήριο, γιατί αποτελεί όπλο. Το φλιτζάνι ζεσταίνει τα δάχτυλά της. Μπαί- νει στον πειρασμό να το κατεβάσει μονομιάς –όλη μέρα δεν έχει πιει παρά ένα ποτό, στο εστιατόριο– μα αντιστέκεται. Έχει πολ- λά να κάνει. Πρέπει να μάθει τι συμβαίνει με τον Πράις. Θέλει να παρακολουθήσει τον δολοφόνο στο εστιατόριο. Και πάνω απ’ όλα: μάλλον πρέπει να βρει μια αγνοούμενη. Ο Πράις έχει κιόλας απλώσει το χέρι του στο μέρος της, την ώρα που η Τζούλια επιστρέφει με το φλιτζάνι. «Ω, δεσποινίς μου» της λέει ενθουσιασμένος. Το ρουφάει. «Και με ζάχαρη. Σου χρωστάω φιλοδώρημα. Πόσο είναι το δέκα τοις εκατό του τίποτα;» Ξεκαρδίζεται στα γέλια. Είναι καυστικός, μα ένα είναι σίγουρο: αν οι ρόλοι τους αντιστρέφονταν, θα της έφερνε κι εκείνος τσάι. Χαμογελάει και αποφεύγει το βλέμμα του αξιωματικού υπηρεσίας. Καλύτερα να την κρίνει ένας συνάδελφος για υπερ- βολική οικειότητα, παρά να ξαγρυπνήσει απόψε σκεπτόμενη τον Πράις κι αν είχε καταφέρει να πιει κάτι ζεστό εκείνη τη μέρα, εκείνη τη βδομάδα. Δεν υπάρχει τίποτα που η Τζούλια κάνει καλύτερα, από το να ενδίδει σε εμμονές μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Βασικά, το ίδιο τής συμβαίνει και τη μέρα. «Καλή τύχη, εντάξει;» του λέει. Της σηκώνει το φλιτζάνι σε μια σιωπηλή πρόποση. Καθώς επιστρέφει στο γραφείο της –προτού ενημερώσει την
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=