Μη μου λες αντίο (Μεταίχμιο Pocket)

[ 13 ] λείου. Μάλιστα, όταν πήγαινε στην πρώτη Δημοτικού, η Χριστίνα δεν μπορούσε να γράψει καλά το «μ» κι ο πατέρας της την είχε απει- λήσει ότι θα την κρεμάσει. Φυσικά δεν το εννοούσε, αλλά και μόνο το γεγονός ότι το είπε φιλοδώρησε τη Χριστίνα με ένα απαίσιο πα- ράσημο: άρχισαν να ιδρώνουν τα χέρια της. Τόσο πολύ, που αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα σωρό αηδιαστικά συμπαρομαρτούντα: πρώτον, δεν μπορούσε να δώσει το χέρι της για μια χειραψία χωρίς να κατακοκκινίσει από ντροπή, γιατί μούσκευε τον κόσμο. Δεύτε- ρον, όταν έξω είχε παγωνιά και πολικό ψύχος, τα χέρια της, ιδρωμέ- να και ζεστά καθώς ήταν, άχνιζαν. Μια φορά, μάλιστα, όταν ήταν μικρή, οχτώ χρονών περίπου, πήγε για πρώτη και τελευταία φορά στο κατηχητικό της εκκλησίας της γειτονιάς της, όπου τα παιδάκια μόλις είδαν το φαινόμενο αυτό του αχνίσματος των χεριών της άρ- χισαν όλα μαζί να ουρλιάζουν ότι την είχε κυριεύσει ο διάβολος! Και δεν ξαναπάτησε. Στο δε σχολείο εμφανιζόταν πάντοτε με πε- τσέτα, απ’ αυτές που χρησιμοποιούμε για το σκούπισμα της μού- ρης, χαβλού, γιατί αλλιώς έλιωνε το χαρτί και δεν μπορούσε να γρά- φει. Στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, οι καθηγητές έψαχναν την πετσέτα αυτή εξονυχιστικά, σαν να πίστευαν ότι θα έβρισκαν τα μυστικά κι απόρρητα έγγραφα του κράτους, αλλά στο τέλος, όταν μάλιστα έβλεπαν πόσο καλή μαθήτρια ήταν, την άφηναν στην ησυ- χία της. Έμενε μόνο αυτή η περιπαιχτική διάθεση για να της σπάει τα νεύρα. Τέλος πάντων, το συνήθισε κι αυτό. Αυτό, όμως, που δεν μπορούσε ποτέ να συνηθίσει ήταν η αποδοκιμασία στο βλέμμα του πατέρα της, κάθε φορά που του έλεγε πως δεν είχε πάρει του- λάχιστον δεκαεφτά, στη χειρότερη περίπτωση, σε κάποιο διαγώνι- σμα. Μια μόνιμη πηγή άγχους. «Ας ελπίσουμε πως σήμερα θα γελάσει ο κάθε πικραμένος...»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=