Μη μου λες αντίο (Μεταίχμιο Pocket)

[ 12 ] που ήταν μικρή, η μάνα της της έλεγε να έχει τον νου της με τους πλούσιους που πάνε να διαφθείρουν τα φτωχά πλην τίμια κορίτσια. Πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, η οικογένεια Σακάρη δεν τα πήγαινε κι άσχημα οικονομικά. Είχαν αυτό το σπίτι με την καταπληκτική θέα, ο πατέρας της ήταν συνταξιούχος της ΕΥΔΑΠ , η δε μάνα της δεν δούλευε, αλλά είχε φροντίσει να αγοράσει με κάτι λεφτουδάκια που της είχαν αφήσει οι γονείς της κάνα δυο μικρά ακίνητα και εισέπραττε τα νοίκια. Ζούσαν οι άνθρωποι αξιοπρε- πώς. Αλλά για Πόρσε και ρολόγια Ρόλεξ ούτε λόγος να γίνεται. «Τι κάνεις, παιδί μου, εκεί και χάσκεις σαν χάνος;» άκουσε από πίσω της την αγριοφωνάρα του πατέρα της και πήδηξε ως το ταβά- νι απ’ την τρομάρα. «Αμάν, ρε μπαμπά, με κατατρόμαξες!» «Πού τρέχει ο λογισμός σου; Φαινόσουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά». «Τίποτα, περιμένω τηλέφωνο απ’τη Ρούλα. Ξέχασες ότι σήμερα κατά ενενήντα τοις εκατό θα βγουν τα αποτελέσματα; Το είπε και το ραδιόφωνο». «Ε, όχι και το ξέχασα! Σκέφτομαι και τίποτ’ άλλο; Σήμερα θα πάρουμε τον αποθαρρό μας! Άντε να δούμε τι κάναμε αυτή τη φορά · τα καταφέραμε ή θα γίνουμε πάλι ρεζίλι των σκυλιών; Πά- ντως, να το ξέρεις: άμα μείνεις πάλι απέξω, θα με πάνε τέσσερις». Και μ’ αυτή τη μεγαλοπρεπή δήλωση ο πατέρας της Χριστίνας αποχώρησε, βαρύς και δύσθυμος, ό,τι καλύτερο, δηλαδή, για να της φτιάξει το κέφι. «Τώρα θα σου ’λεγα κι εσένα τίποτα, αλλά έχε χάρη» σκέφτηκε εκνευρισμένη. Από τότε που κατάλαβε τον κόσμο, έτσι τον θυμό- ταν τον πατέρα της. Μια ζωή την άγχωνε για τα θέματα του σχο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=