Μη μου λες αντίο (Μεταίχμιο Pocket)

[ 19 ] τρικούβερτος καβγάς κι ο πατέρας της τσαντίστηκε κυρίως με το γεγονός ότι στην αρχή τού τον είχε παρουσιάσει σαν απλό φίλο της, αλλά όταν μετά είδε ότι ο Φίλιππος δεν ήταν κανένας σκατάς, τελι- κά συμβιβάστηκε – τι να ’κανε; Του πήρε βέβαια αρκετό καιρό να συνηθίσει στην ιδέα ότι το κοριτσάκι του, η μοναχοκόρη του, το μοναχοπαίδι του είχε «γκόμενο», αλλά τελικά άρχισε να φέρεται στον Φίλιππο υποφερτά. Πάντως, ποτέ δεν ήταν μέσα στην καλή χαρά για την όλη υπόθεση κι όταν η συζήτηση ερχόταν στον Φίλιπ- πο έπαιρνε πάντα ένα ύφος ξινισμένο, σαν γάλα που έμεινε εκτός ψυγείου μια βδομάδα. Η αλήθεια είναι ότι τον ενοχλούσε λιγάκι ο πλούτος που περιέβαλλε τον Φίλιππο, καθώς κι ο τρόπος που ζού- σε, σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο πολυτέλεια. Τέλος πάντων. Ποτέ δεν τον συμπάθησε ιδιαίτερα, όσες προσπάθειες κι αν κατέβαλλε ο κα- κομοίρης ο Φίλιππος. Απέξω ακούστηκε ένα τρομερό φρενάρισμα αυτοκινήτου και μια κόρνα άρχισε να βαράει φρενιασμένα. Η Χριστίνα κατέβηκε τα σκαλιά τόσο γρήγορα, που ήταν σίγουρη ότι θα έπαιρνε χρυσό με- τάλλιο αν έπαιρνε μέρος σε αγώνες δρόμου μετ’ εμποδίων. Μόλις βγήκε στην αυλή είδε τους πάντες να έχουν κυκλώσει το αυτοκίνητο, χοροπηδώντας σαν να τους έχει τσιμπήσει ντάβανος. Ήταν η Ρούλα. «Κάντε άκρη, κάντε άκρη!» τσίριξε η Χριστίνα. «Πού πας, παιδάκι μου, με τις σαγιονάρες;» είπε η μάνα της. «Πή- γαινε να βάλεις τα παπούτσια σου μη σε δουν έτσι και γελάει όλη η οικουμένη!» Η Χριστίνα κοίταξε αφηρημένα τα πόδια της με ένα αποβλακω- μένο ύφος, σαν να μην τα αναγνώριζε. «Έλα, ρε μαμά, θ’ αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια; Τώρα δεν πάω για παπούτσια ούτε με σφαίρες. Εδώ ο κόσμος καί-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=